βρουκανίζω
(ρ.)
βρουκανίζω
[vrukaˈnizo]
Φάρασ.
βρακανίζω
[vrakaˈnizo]
Φάρασ.
βουρκανίζω
[vurkaˈnizo]
Σινασσ.
Αόρ.
βρουκάν'σα
[vruˈkansa]
Φάρασ.
βρουκάντσα
[vruˈkantsa]
Φάρασ.
'ρουκάν'σα
[ruˈkansa]
Φάρασ.
'ρουκάντσα
[ruˈkantsa]
Φάρασ.
Πιθ. από το μεταγν. ρ. βυκανάω ή βουκανάω = ηχώ την σάλπιγγα, με επίδρ. του ρ. βρυχώμαι. Πβ. και το ἅπαξ αρχ. ρ. βρυχανάομαι = βρυχῶμαι. Ο τύπ. βουρκανίζω και Πόντ., σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο (1958-1961, λ. βουρκανίζω) απώτερα ηχομιμητ.
1. Μυκώμαι
Σινασσ., Φάρασ.
:
Βρουκανίζει τζαι σαραμουνdζίζει τζαι κάθεται
(Μουγκρίζει και βογγάει διαρκώς)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
2. Γκαρίζω
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Το νηστικόν ντο γαϊρίδι τζ̑ο βρουκανίζει
(Το νηστικό γαϊδούρι δεν γκαρίζει˙ ο νηστικός δεν έχει όρεξη να κάνει τίποτα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αγκιρντώ
3. Για βρέφη, κλαίω
Φάρασ.
:
Βρουκανίζει ο γέρος 'πέσου, βρουκάντσε λιέγο· είπεν ντι κι: «Πόσα χρονώ είσαι;»· είπεν ντι κι: «Είμαι δύο χρονώ»
(Κλαίει ο γέρος (που ήθελε να μεταμορφωθεί σε 15χρονο) μέσα (στο καζάνι), έκλαψε λίγο· του είπε (ο μικρός διάβολος) «Πόσων χρονών είσαι;»· του είπε ο (πρώην) γέρος: «Είμαι δύο χρονών»)
Φάρασ.
-Dawk.
'ρουκάν'σε τσ̑αι το φσ̑όκκο, φοβήθη
(Έκλαψε και το παιδάκι, φοβήθηκε)
Φάρασ.
-Dawk.