βρουχήστεμα
(ουσ. ουδ.)
βρουχήστεμα
[vruˈçistema]
Σινασσ.
βρεχήστεμα
[vreˈçistema]
Σινασσ.
Από το αορ. θ. του ρ. βρυχώμαι, όπου και τύπ. παθ. αορ. βροχήστα, βρεχήστα, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κραυγή
:
’ς τα γλυκιά τ’ τα ύπνους μέσα ήκ’σεν ένα δυνατό βρεχήστεμα
(Μέσα στον γλυκό του ύπνο άκουσε μιά δυνατή κραυγή)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
μπαγιρμάς, μπαγιρτούς