ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βρουχήστεμα (ουσ. ουδ.) βρουχήστεμα [vruˈçistema] Σινασσ. βρεχήστεμα [vreˈçistema] Σινασσ. Από το αορ. θ. του ρ. βρυχώμαι, όπου και τύπ. παθ. αορ. βροχήστα, βρεχήστα, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κραυγή : ’ς τα γλυκιά τ’ τα ύπνους μέσα ήκ’σεν ένα δυνατό βρεχήστεμα (Μέσα στον γλυκό του ύπνο άκουσε μιά δυνατή κραυγή) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. μπαγιρμάς, μπαγιρτούς