μπαγιρτούς
(ουσ. ουδ.)
παγ̇ιρτ͑ούς
[paɣɯrˈtʰus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. bağırtı = κραυγή.
Κραυγή
Συνών.
βρουχήστεμα, μπαγιρμάς