μπαγουλντάχ
(ουσ. ουδ.)
μπαγουλντάχ
[baɣulˈdax]
Μισθ.
παγουλντάχ
[paɣulˈdax]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. bağıldak = α) φασκιά μωρού β) πάνα για την έμμηνο ρύση.