ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαινοβγαίνω (ρ.) μαινοβγαίνω [menoˈvʝeno] Σινασσ. Από τα ρ. μπαίνω, όπου και τύπ. μαίνω, και βγαίνω.
Μπαινοβγαίνω, βρίσκομαι σε διαρκή κίνηση : -Τι χαμπάρια; Τι φκιάνεις;… -Τι να ποίκουμ'; Νά, μαινοβγαίνουμ' (-Τι χαμπάρια; Τι κάνεις;… -Τι να κάνουμε; Νά, μπαινοβγαίνουμε) Σινασσ. -Λεύκωμα