μπαινοβγαίνω
(ρ.)
μαινοβγαίνω
[menoˈvʝeno]
Σινασσ.
Από τα ρ. μπαίνω, όπου και τύπ. μαίνω, και βγαίνω.
Μπαινοβγαίνω, βρίσκομαι σε διαρκή κίνηση
:
-Τι χαμπάρια; Τι φκιάνεις;… -Τι να ποίκουμ'; Νά, μαινοβγαίνουμ'
(-Τι χαμπάρια; Τι κάνεις;… -Τι να κάνουμε; Νά, μπαινοβγαίνουμε)
Σινασσ.
-Λεύκωμα