μπαγξιαΐζω
(ρ.)
μπαγξιαΐζου
[baŋgsʝaˈizu]
Μισθ.
μπαgιαΐζου
[baŋɟiaˈizu]
Μισθ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. σχετίζεται με το ουσ. μπενίζι, όπου και τύπ. μπα̈γκίζ Μισθ.
Αξίζω (αναφορικά με την ομορφιά)
:
Μποντό ναίκα ντε μπαγξιαΐζ'
(Η γυναίκα του Πρόδρομου δεν αξίζει)
Μισθ.
-Κοτσαν.