ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαγξιαΐζω (ρ.) μπαγξιαΐζου [baɣksʝaˈizu] Μισθ. μπαgιαΐζου [baɟiaˈizu] Μισθ. Πιθ. από το θ. του τουρκ. ρ. bakışmak = βλέπομαι, κοιτάζομαι (παθ. του ρ. bakmak) και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Αξίζω (αναφορικά με την ομορφιά) : Μποντό ναίκα ντε μπαγξιαΐζ' (Η γυναίκα του Πρόδρομου δεν αξίζει, δεν βλέπεται) Μισθ. -Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025