ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαγιρντώ (ρ.) μπαγι̂ρντώ [baɣɯrˈdo] Αξ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. μπαγι̂ρντού [baɣɯrˈdu] Ουλαγ. μπαγουρντώ [baɣurˈdo] Δίλ., Μισθ., Σίλ. μπαγι̂ρντίζω [baɣɯrˈdɯzo] Αξ., Αραβαν., Τσαρικ. μπαγ̇ıρντίζου [baɣɯrˈdɯzu] Μισθ. παγιρντάω [paɣirˈdao] Φάρασ. παγιρτώ [paʝirˈto] Φλογ. μπεγιουρντώ [beʝurˈdo] Ανακ. Παρατατ. μπαγούρντιζα [baˈɣurdiza] Μισθ. μπαγι̂́ρντεινα [baˈɣɯrdina] Αξ., Τροχ. Αόρ. μπαγι̂́ρσα [baˈɣɯrsa] Αξ., Τελμ. παγι̂́ρσα [paˈɣɯrsa] Αφσάρ., Ποτάμ. μπαγίρτζησα [baˈʝirdzisa] Σίλ. μπαγι̂ρντημένο [baɣɯrdiˈmeno] Αξ. Από το τουρκ. ρ. bağırmak = φωνάζω, σκούζω, όπου και διαλεκτ. ρ. beğirmek = βελάζω (THADS, λ. beğirmek).
1. Φωνάζω δυνατά (για ανθρώπους και ζώα) ό.π.τ. : Mπαγıρντά: «Εγώ είμαι χεκίμης» (Φωνάζει δυνάτα: «Εγώ είμαι γιατρός») Φλογ. -Dawk. Ντα χαϊβάνια σου στάβλου μπαγουρντούν (Τα ζώα στον στάβλο φωνάζουν) Μισθ. -Κοτσαν. Αλιπήκα παγι̂́ρσε: «Γαμbρός έπεσε σο ποτάμ'» (Η αλεπού φώναξε: «Ο γαμπρός έπεσε στο ποτάμι») Ποτάμ. -Dawk. Νε ψωμί είχαμε νε φαΐ· πασλάτ'σαμε να παγιρτίσωμε (Ούτε ψωμί είχαμε ούτε φαΐ· αρχίσαμε να φωνάζουμε) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Τα κουκουβάγια μπαγουρντούσι (Οι κουκουβάγιες κρώζουν) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Κλαίισκι, μπαγούρντιζι (Έκλαιγε, φώναζε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Άρχισε να μπαγουρντά: «Κάουμι, κάουμι» (Άρχισε να φωνάζει: «Καίγομαι, καίγομαι») Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Ιγιώ ένα εdέτ’ που υπήρχε ’ς τα γάμοσγια, ό,τι φέρισ̑κες δώρα, μπαγι̂́ρντεινεν τελάλης και λέισ̑κε: «Χαρίσματα, χαρίσματα! Ασ’ σον νταή το Νικόλα ένα χτήνο» (Εδώ ένα έθιμο που υπήρχε στους γάμους (ήταν πως για) ό,τι δώρα έφερνες, φώναζε ο ντελάλης και έλεγε: "Χαρίσματα, χαρίσματα! Απ' τον θείο Νικόλα ΄μια αγελάδα (δώρο)") Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Μπαγούρντα λίου να συ πάρ' σου μικρόφωνο (Μίλα λίγο πιο δυνατά, να σε πάρει στο μικρόφωνο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Δου παϊί τ' ουλούϊζι, μπαγούρντιζι, χτυπιόδαν (Το παιδί του ούρλιαζε, φώναζε, χτυπιόταν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. βροντώ, βρυχώμαι, ουλουντίζω, τσαγιρντώ, φωνάζω, χαβλαντίζω :2
2. Καλώ, φωνάζω κάποιον Αξ., Μισθ. : Κειόταν ντώεκα απόστολ', κι εκείνα μπαγι̂́ρσαν με (Ήταν (εκεί) οι 12 Απόστολοι, κι εκείνοι με φώναξαν) Αξ. -Dawk. Εγώ απεώ bαγıρντώ σε (Εγώ αποδώ σε φωνάζω) Αξ. -Dawk. Μπαγούρντα δου να έρτ' σου σπίτι μ’ (Κάλεσέ τον να έρθει στο σπίτι μου ) Μισθ. -Κοτσαν. Μπαγούρντα δου λίου ισύνα (Φώναξέ τον λίγο εσύ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μπαγούρτ'σαν αστυνομία λέ, μπαγούρτ'σαν αστενοφόρο, γένη της πουτάνας (Φώναξαν την αστυνομία λέει, κάλεσαν ασθενοφόρο, έγινε της πουτάνας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. βρυχώμαι, λαλώ, στριγγώ, τσαγιρντώ, φωνάζω
3. Για πρόβατο, βελάζω Ανακ. Συνών. βέζω, μακανίζω
4. Η μτχ., αυτός που είναι γνωστός σε πολλούς, περιβόητος Αξ. : Μπαγι̂ρντημένα ’μεστέ ’ς όλου του Γιουνανιστάν (Είμαστε πασίγνωστοι σε όλη την Ελλάδα) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555