μπαγιρντώ
(ρ.)
μπαγι̂ρντώ
[baɣɯrˈdo]
Αξ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
μπαγι̂ρντού
[baɣɯrˈdu]
Ουλαγ.
μπαγουρντώ
[baɣurˈdo]
Δίλ., Μισθ., Σίλ.
μπαγι̂ρντίζω
[baɣɯrˈdɯzo]
Αξ., Αραβαν., Τσαρικ.
μπαγ̇ıρντίζου
[baɣɯrˈdɯzu]
Μισθ.
παγιρντάω
[paɣirˈdao]
Φάρασ.
παγιρτώ
[paʝirˈto]
Φλογ.
μπεγιουρντώ
[beʝurˈdo]
Ανακ.
Παρατατ.
μπαγούρντιζα
[baˈɣurdiza]
Μισθ.
μπαγι̂́ρντεινα
[baˈɣɯrdina]
Αξ., Τροχ.
Αόρ.
μπαγι̂́ρσα
[baˈɣɯrsa]
Αξ., Τελμ.
παγι̂́ρσα
[paˈɣɯrsa]
Αφσάρ., Ποτάμ.
μπαγίρτζησα
[baˈʝirdzisa]
Σίλ.
μπαγι̂ρντημένο
[baɣɯrdiˈmeno]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. bağırmak = φωνάζω, σκούζω, όπου και διαλεκτ. ρ. beğirmek = βελάζω (THADS, λ. beğirmek).
1. Φωνάζω δυνατά (για ανθρώπους και ζώα)
ό.π.τ.
:
Mπαγıρντά: «Εγώ είμαι χεκίμης»
(Φωνάζει δυνάτα: «Εγώ είμαι γιατρός»)
Φλογ.
-Dawk.
Ντα χαϊβάνια σου στάβλου μπαγουρντούν
(Τα ζώα στον στάβλο φωνάζουν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αλιπήκα παγι̂́ρσε: «Γαμbρός έπεσε σο ποτάμ'»
(Η αλεπού φώναξε: «Ο γαμπρός έπεσε στο ποτάμι»)
Ποτάμ.
-Dawk.
Νε ψωμί είχαμε νε φαΐ· πασλάτ'σαμε να παγιρτίσωμε
(Ούτε ψωμί είχαμε ούτε φαΐ· αρχίσαμε να φωνάζουμε)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Τα κουκουβάγια μπαγουρντούσι
(Οι κουκουβάγιες κρώζουν)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Κλαίισκι, μπαγούρντιζι
(Έκλαιγε, φώναζε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Άρχισε να μπαγουρντά: «Κάουμι, κάουμι»
(Άρχισε να φωνάζει: «Καίγομαι, καίγομαι»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Ιγιώ ένα εdέτ’ που υπήρχε ’ς τα γάμοσγια, ό,τι φέρισ̑κες δώρα, μπαγι̂́ρντεινεν τελάλης και λέισ̑κε: «Χαρίσματα, χαρίσματα! Ασ’ σον νταή το Νικόλα ένα χτήνο»
(Εδώ ένα έθιμο που υπήρχε στους γάμους (ήταν πως για) ό,τι δώρα έφερνες, φώναζε ο ντελάλης και έλεγε: "Χαρίσματα, χαρίσματα! Απ' τον θείο Νικόλα ΄μια αγελάδα (δώρο)")
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Μπαγούρντα λίου να συ πάρ' σου μικρόφωνο
(Μίλα λίγο πιο δυνατά, να σε πάρει στο μικρόφωνο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Δου παϊί τ' ουλούϊζι, μπαγούρντιζι, χτυπιόδαν
(Το παιδί του ούρλιαζε, φώναζε, χτυπιόταν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
βροντώ, βρυχώμαι, ουλουντίζω, τσαγιρντώ, φωνάζω, χαβλαντίζω :2
2. Καλώ, φωνάζω κάποιον
Αξ., Μισθ.
:
Κειόταν ντώεκα απόστολ', κι εκείνα μπαγι̂́ρσαν με
(Ήταν (εκεί) οι 12 Απόστολοι, κι εκείνοι με φώναξαν)
Αξ.
-Dawk.
Εγώ απεώ bαγıρντώ σε
(Εγώ αποδώ σε φωνάζω)
Αξ.
-Dawk.
Μπαγούρντα δου να έρτ' σου σπίτι μ’
(Κάλεσέ τον να έρθει στο σπίτι μου )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μπαγούρντα δου λίου ισύνα
(Φώναξέ τον λίγο εσύ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μπαγούρτ'σαν αστυνομία λέ, μπαγούρτ'σαν αστενοφόρο, γένη της πουτάνας
(Φώναξαν την αστυνομία λέει, κάλεσαν ασθενοφόρο, έγινε της πουτάνας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
βρυχώμαι, λαλώ, στριγγώ, τσαγιρντώ, φωνάζω
4. Η μτχ., αυτός που είναι γνωστός σε πολλούς, περιβόητος
Αξ.
:
Μπαγι̂ρντημένα ’μεστέ ’ς όλου του Γιουνανιστάν
(Είμαστε πασίγνωστοι σε όλη την Ελλάδα)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555