μπαγλάμ
(ουσ. ουδ.)
μπαγλάμ
[baˈɣlam]
Μισθ.
μπαχλάμ
[baˈxlam]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. balgam, όπου και διαλεκτ. τύπ. balğam (< αραβ. balġam)= φλέγμα.