ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαγλάμ (ουσ. ουδ.) μπαγλάμ [baˈɣlam] Μισθ. μπαχλάμ [baˈxlam] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. balgam, όπου και διαλεκτ. τύπ. balğam (< αραβ. balġam)= φλέγμα.
Φλέγμα, φτύσιμο, φτυσιά ό.π.τ. : Και δείξεν εδυό ζαπτιέδες, και γκελέν γκετσ̑έν εφτσ̑υνίσ̑κεν τζ̑ην ένα μπαχλάμ (Και διόρισε δύο αστυνομικούς και καθώς ερχόταν και περνούσε της έρριχνε ένα φτύσιμο) Τελμ. -Dawk. Ταυρώ σι 'να μπαγλάμ (Σου τραβάω ένα φτύσιμο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. φτύσιμο, φτύσμα