μπαγισλαντίζω
(ρ.)
μπαγισλαντίζω
[baʝislanˈdizo]
Αραβαν.
Aπό το τουρκ. ρ. bağışlamak = χαρίζω.
Χαρίζω, δωρίζω
Συνών.
γαλαγατιάζω, δωρίζω, χαρίζω