γαλαγατιάζω
(ρ.)
γαλαγατιάζω
[ɣalaɣaˈtçazo]
Σινασσ.
Από το ουσ. γαλαγάτι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Δωρίζω
Συνών.
δωρίζω, μπαγισλαντίζω, χαρίζω