γαλγιντώ
(ρ.)
γαλγινdώ
[ɣalʝinˈdo]
Μισθ.
Από τον αόρ. kaldırdı του ρ. kaldırmak =σηκώνω.
Σηκώνω
:
|| Ασμ.
Λάζαρε, φα' τζ̑ιdζ̑ί, φα' μαμά | Βαρβάρα, γαλγίνdα
(Λάζαρε, φάε κρέας, κάνε μαμ, | Βαρβάρα, σήκω (ένα από τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα έπεφτε κάτω και όταν η οικοδέσποινα έδινε τα δώρα, του έλεγαν τα υπόλοιπα παιδιά να σηκωθεί πάλι))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
σηκώνω