ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαλιά (ουσ. θηλ.) γαλιά [ɣaˈʎa] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. kalya (< αραβ. ḳalya(t)) = είδος φαγητού με μελιτζάνα, όπου και διαλεκτ. τύπ. galya = φαγητό με κομμάτια κρέατος αναμεμειγμένα με λαχανικά.
Φαγητό με κρέας και λαχανικά.
Τροποποιήθηκε: 11/03/2024