γαλιά
(ουσ. θηλ.)
γαλιά
[ɣaˈʎa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kalya (< αραβ. ḳalya(t)) = είδος φαγητού με μελιτζάνα, όπου και διαλεκτ. τύπ. galya = φαγητό με κομμάτια κρέατος αναμεμειγμένα με λαχανικά.
Φαγητό με κρέας και λαχανικά.