γαλίνα
(ουσ. θηλ.)
γαλίνα
[ɣaˈlina]
Αξ., Μισθ.
γκαλίνα
[gaˈlina]
Ουλαγ.
χαλίνα
[xaˈlina]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. λαγίνα = θηλυκός λαγός, το οπ. πιθ. ήδη μεταγν. ως φυτωνύμιο, πβ. λατιν. lagine = α) σχετικός με τον λαγό β) ονομασία διαφόρων φυτών (André 1956: 93-94, 177). Πβ. λ. λαγινίτσα (< μεταγν. λαγινίς), όπου και τύπ. γαλινίτσα, καθώς και το μεσν. ουσ. λαγινίδιον = είδος φυτού, το κυνοκεφάλιον, το οπ. όμως σύμφωνα με τον Καραποτόσογλου (2007: 374) σχετίζεται με το φυτό τραγοπώγων, ισχυρισμός που ενισχύεται και από την ν.ε. λ. λαγόχορτο = τραγοπώγων ο πρασόφυλλος. Λιγότερο πιθ. η αναγωγή στο ουσ. γλίνα = διάφορα είδη εδώδιμων χορταρικών όπως γλιστρίδα (βλ. ΙΛΝΕ, λ. γλίνα 7). Μη πιθ. η σύναψη από τον Dawkins (1916: 591) με το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. galle = α) εισόδημα β) σιτηρά.
To εδώδιμο χόρτο τραγοπώγων o λειμώνιος (Τragopogon pratensis) ή το συγγενές τραγοπώγων ο πρασόφυλλος (Tragopogon porrifolius) της οικογενείας των Συνθέτων (Compositae), κοινώς λαγόχορτο ή σκουλί, τουρκιστί teke sakalı = πώγων τράγου
ό.π.τ.
:
Πήγαν να σερέψουνε γαλίνες
(Πήγαν να μαζέψουν γαλίνες)
Αξ.
-Dawk.
Σώρουψι λία γαλίνις, ας φάμ’
(Μάζεψε λίγες γαλίνες να φάμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πβ.
λαγινίτσα