γάλπα
(επίρρ.)
γάλπ͑α
[ˈɣalpʰa]
Φάρασ.
Από το επίθ. κάλπι, όπου και τύπ. γάλπ͑ι, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Πβ.
κάλπι
Νωθρά, τεμπέλικα