γαμγάς
(ουσ. αρσ.)
γαμγάς
[ɣamˈɣas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kamga, όπου και τύπ. kamğa.
Πελεκούδι.
Συνών.
γιογκά :2, πελεκάδι :1