γαμπριακός
(επίθ.)
γαμbριακός
[ɣambriaˈkos]
Ανακ.
Από το ουσ. γαμπρός (θ. γαμπρ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ιακός.
Γαμπριάτικος
Συνών.
γαμπριάτικος