γαναάτι
(ουσ. ουδ.)
γαναάτ͑ι
[ɣanaˈatʰi]
Φάρασ.
γανα̈α̈́τ͑ι
[ɣænææˈtʰi]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. kanaat = α) γνώμη β) ικανοποίηση.
1. Ευχαρίστηση, ικανοποίηση
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
'ς το λαΐκκον του τζ̑ο φτένει γαναάτι, το πολύ τζ̑ο μπορεί ν’dα βρει
(Όποιος δεν ευχαριστιέται με το λίγο, δεν μπορεί να βρει το πολύ˙ η oλιγάρκεια είναι αρετή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μεμνουνιέτι, χαβασιλίκι, χάζι, χατίρι :2
3. Κολακεία
ό.π.τ.