ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαναάτι (ουσ. ουδ.) γαναάτ͑ι [ɣanaˈatʰi] Φάρασ. γανα̈α̈́τ͑ι [ɣænææˈtʰi] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. kanaat = α) γνώμη β) ικανοποίηση.
1. Ευχαρίστηση, ικανοποίηση ό.π.τ. : || Παροιμ. 'ς το λαΐκκον του τζ̑ο φτένει γαναάτι, το πολύ τζ̑ο μπορεί ν’dα βρει (Όποιος δεν ευχαριστιέται με το λίγο, δεν μπορεί να βρει το πολύ˙ η oλιγάρκεια είναι αρετή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. μεμνουνιέτι, χαβασιλίκι, χάζι, χατίρι :2
2. Υπομονή ό.π.τ. Συνών. σάμπιρ, υπομονή
3. Κολακεία ό.π.τ.