γάνκλα (II)
(ουσ. θηλ.)
γάνκλα
[ˈɣankla]
Φάρασ.
Από το ουσ. καγνί, όπου και τύπ. γαgλί, και το μεγεθ. επίθμ. -α.
Συμπαγής τροχός χωρίς ακτίνες.
Πβ.
τσάρκι :2