γανααχκερλίκι
(ουσ. ουδ.)
γανααχκ͑ερλίκι
[ɣanaaxkʰerˈlici]
Φάρασ.
γανααχκα̈ρλίκι
[ɣanaaxkærˈlici]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. kanaatkârlık = λιτότητα, ολιγάρκεια.
Ολιγάρκεια
ό.π.τ.