γάντζα
(ουσ. θηλ.)
γάνdζα
[ˈɣandza]
Γούρδ.
qάνdζα
[ˈqandza]
Μαλακ.
κάνdζα
[ˈkandza]
Ανακ.
Αρσ.
γαντσάς ο
[ɣanˈtsas]
Φάρασ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. kanca = γάντζος (< it. ganzo < ελλ. γαμψός).