γανιάζω
(ρ.)
γανιάζω
[ɣaˈɲazo]
Σινασσ.
Αόρ.
γάνιασα
[ˈɣaɲasa]
Σινασσ.
Παθ. Μτχ.
γανιασμένος
[ɣaɲaˈzmenos]
Σινασσ.
Από το ουσ. γάνα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Διψώ
:
|| Φρ.
Πε ειπέ γάνιασα
(Με το πες πες γάνιασα˙ για εξαντλητική πολυλογία)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γανώνω
2. Μτφ., επιχειρηματολογώ επίμονα