ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γανώνω (ρ.) γανώνω [ɣaˈnono] Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σινασσ. Αόρ. γάνωσα [ˈɣanosa] Αραβαν., Γούρδ. Παθ. Μτχ. γανωμένος [ɣanoˈmenos] Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ. Μεσν. ρ. γανώνω = επικασσιτερώνω, από το αρχ. ρ. γανόω = στιλβώνω.
Διψώ ό.π.τ. : Ον παίνισ̑καν, το παιρί γάνωνε (Καθώς πήγαιναν, το παιδί διψούσε πολύ) Γούρδ. -Dawk. Μάνα γάνωσα, ας έμbω 'ς ετό τ' αμπέλ' κι ας φάγω λίγα σταφύλια (Μάνα δίψασα, ας μπώ σ' αυτό το αμπέλι κι ας φάω λίγα σταφύλια) Γούρδ. -Καράμπ. Πήγε νηστικός και γανωμένος, παγούρωσε (Πήγε νηστικός και διψασμένος, πάγωσε) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Τον έκλινε κι εφίλησε, τα σ̑είλια τ' γανωμένα (Έσκυψε και τον φίλησε, τα χείλια του ξεραμένα) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Και τα νερά που πορπατάνε, χλωρά και χλωριασμένα
τα νίβουνdαι οι άνιφτοι, πίνουν οι γανωμένοι
(Και τα νερά που κυλούν, πράσινα και μπαγιάτικα,
πλένονται οι άπλυτοι, πίνουν οι διψασμένοι)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών. γανιάζω :1