γαντιρντίζω
(ρ.)
qανdιρτίζω
[qandirˈtizo]
Μαλακ.
γανdι̂ρντι̂́ζω
[ɣandɯrˈdɯzo]
Αξ., Αραβαν.
γανdουρντίζω
[ɣandurˈdizo]
Φάρασ.
γανdουρντίζου
[ɣandurˈdizu]
Μισθ.
γανdουρτίζω
[ɣandurˈtizo]
Φάρασ.
qανdι̂ρντώ
[qandɯrˈdo]
Φλογ.
γανdουρντώ
[ɣandurˈdo]
Σινασσ.
γανdουρντάω
[ɣandurˈdao]
Φάρασ.
κ͑ανdουρντώ
[kʰandurˈdo]
Σίλ.
κετουρντώ
[ceturˈdo]
Σινασσ.
Αόρ.
qανdι̂́ρσα
[qanˈdɯrsa]
Μαλακ.
κ͑ανdι̂́ρσα
[kʰanˈdɯrsa]
Τελμ.
Aπό το τουρκ. ρ. kandırmak = α) κάνω κάποιον να πεισθεί β) κάνω κάποιον να ξεδιψάσει, όπου και διαλεκτ. τύπ. gandırmak, gandurmak.
1. Πείθω
ό.π.τ.
:
Ασ' τα πολλά, γανdι̂́ρσεν ντο να το πει
(Με τα πολλά, τον έπεισε να το πει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πόταν τούτους άρτουπους παιγαίνει, τσ̑αμπαλαντά να κ͑ανdουρτζ̑ήσ̑ει τσ̑ην 'εναίκα
(Όταν αυτός ο άντρας πηγαίνει, προσπαθεί να πείσει την γυναίκα)
Σίλ.
-Dawk.
Το παιδί qανdι̂ρντούν ντο, και παιρπαίνουν ντο σο σπίτι τ'νε, και φέρουνε να το μεθύσ̑'νε
(Το παιδί το πείθουν, και το παίρνουν από το σπίτι του και του φέρνουν (ποτό) για να το μεθύσουν)
Φλογ.
-Dawk.
Nα την πείσεις θα πει, να την γανdουρτήσεις την άμια Ελέγκω
(Να την πείσεις θα πει, να την πείσεις την κυρά Ελέγκω)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Θέλω ένα μεταξωτό σαλβαρλίχ' αν το κετουρντίσω
(Θέλω ένα μεταξωτό φόρεμα αν τον πείσω)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
κομπώνω