ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κομπώνω (ρ.) κομbώνω [komˈbono] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ. κουμbώνω [kumˈbono] Ανακ., Αραβ., Μαλακ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. κουμbώνου [kumˈbonu] Μισθ. κομώνω [koˈmono] Τελμ. Παρατατ. κομbώνκα [komˈbonka] Φάρασ. Αόρ. κόμbωσα [ˈkombosa] Φάρασ. κούμbωσα [ˈkumbosa] Σεμέντρ., Φλογ. κούμbουσα [ˈkumbusa] Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ. Προστ. κούμbου [ˈkumbu] Μαλακ. Παθ. κομbούμαι [komˈbume] Αξ., Αραβαν., Φάρασ. κομbώνουμαι [komˈbonume] Αραβαν. κουμπουνιέμι [kumbuˈɲemi] Μισθ. Μεσν. ρ. κομπώνω < κομβόω < κόμβος.
1. Ξεγελώ, εξαπατώ ό.π.τ. : Νανόστε να νάβρει α δεβοσύνη, να κομbώσει τον αωπό (Σκέφτηκε να βρει μιά διαβολιά να ξεγελάσει την αλεπού) Φάρασ. -Παπαδ. Το να με κομbώσ̑' ασ' το νού μου ντεν επέρνασεν (Ότι θα με ξεγελάσει δεν πέρασε από τον νού μου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εκείνος 'σ' εσέ ντε κομbούται (Εκείνος δεν ξεγελιέται από σένα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εγώ τ' αληπίκκα κούμbωσά το (Εγώ την αλεπού την ξεγέλασα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Κούμbουσα ντου γιολντάση σ' (Ξεγέλασα τον φίλο σου) Μισθ. -Κοτσαν. Κούμbουσί σι, μάχσους ντα είπιν, κούμbουσί σι (Σε ξεγέλασε, ψέματα τα είπε, σε ξεγέλασε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ούλου 'ου γκόσμου κουμbώνεις του, δεν μπορεί να σι πιασ' κανείς! (Όλο τον κόσμο τον ξεγελάς, δεν μπορεί να σε πιάσει κανείς!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Χις̑ μη κομbωρείτ' και μη με χωριστσ̑είτ' (Καθόλου μη γελαστείτε και με αποχωριστείτε) Αραβαν. -Φωστ. Γιαλανdζ̑ή γιαΐ μι κούμbουις (Ψεύτη, γιατί με γέλασες;) Τσαρικ. -Καραλ. Παίν' σο παπά και λέγ' το "γιατ' με κούμπωσες, παπά;" (Πηγαίνει στον παπά και του λέει "γιατί με ξεγέλασες, παπά;") Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Ασμ. Εγώ κομbώθην κι έπια το, φαρμακώθη η καρδία μου (Εγώ ξεγελάστηκα και το ήπια, φαρμακώθηκε η καρδιά μου) Τελμ. -Lag. Εμέν’ οι Τούρκοι εκούμπωσαν και πιάσαν με
ολήμερά με δέρνουν κι αναστάζουν με
(Εμένα οι Τούρκοι με ξεγέλασαν και με έπιασαν
όλη την μέρα με δέρνου και με βασανίζουν)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. αλντατώ, γελώ
β. Πείθω Μισθ. : Εκείνου μι τίποτα δε κουμbουζιόδουν (Εκείνος δεν πειθόταν με τίποτα ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Αποπλανώ Φάρασ.