κομπώνω
(ρ.)
κομbώνω
[komˈbono]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ.
κουμbώνω
[kumˈbono]
Ανακ., Αραβ., Μαλακ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
κουμbώνου
[kumˈbonu]
Μισθ.
κομώνω
[koˈmono]
Τελμ.
Παρατατ.
κομbώνκα
[komˈbonka]
Φάρασ.
Αόρ.
κόμbωσα
[ˈkombosa]
Φάρασ.
κούμbωσα
[ˈkumbosa]
Σεμέντρ., Φλογ.
κούμbουσα
[ˈkumbusa]
Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ.
Προστ.
κούμbου
[ˈkumbu]
Μαλακ.
Παθ.
κομbούμαι
[komˈbume]
Αξ., Αραβαν., Φάρασ.
κομbώνουμαι
[komˈbonume]
Αραβαν.
κουμπουνιέμι
[kumbuˈɲemi]
Μισθ.
Μεσν. ρ. κομπώνω < κομβόω < κόμβος.
1. Ξεγελώ, εξαπατώ
ό.π.τ.
:
Νανόστε να νάβρει α δεβοσύνη, να κομbώσει τον αωπό
(Σκέφτηκε να βρει μιά διαβολιά να ξεγελάσει την αλεπού)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Το να με κομbώσ̑' ασ' το νού μου ντεν επέρνασεν
(Ότι θα με ξεγελάσει δεν πέρασε από τον νού μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εκείνος 'σ' εσέ ντε κομbούται
(Εκείνος δεν ξεγελιέται από σένα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εγώ τ' αληπίκκα κούμbωσά το
(Εγώ την αλεπού την ξεγέλασα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Κούμbουσα ντου γιολντάση σ'
(Ξεγέλασα τον φίλο σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κούμbουσί σι, μάχσους ντα είπιν, κούμbουσί σι
(Σε ξεγέλασε, ψέματα τα είπε, σε ξεγέλασε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ούλου 'ου γκόσμου κουμbώνεις του, δεν μπορεί να σι πιασ' κανείς!
(Όλο τον κόσμο τον ξεγελάς, δεν μπορεί να σε πιάσει κανείς!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Χις̑ μη κομbωρείτ' και μη με χωριστσ̑είτ'
(Καθόλου μη γελαστείτε και με αποχωριστείτε)
Αραβαν.
-Φωστ.
Γιαλανdζ̑ή γιαΐ μι κούμbουις
(Ψεύτη, γιατί με γέλασες;)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Παίν' σο παπά και λέγ' το "γιατ' με κούμπωσες, παπά;"
(Πηγαίνει στον παπά και του λέει "γιατί με ξεγέλασες, παπά;")
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Ασμ.
Εγώ κομbώθην κι έπια το, φαρμακώθη η καρδία μου
(Εγώ ξεγελάστηκα και το ήπια, φαρμακώθηκε η καρδιά μου)
Τελμ.
-Lag.
Εμέν’ οι Τούρκοι εκούμπωσαν και πιάσαν με
ολήμερά με δέρνουν κι αναστάζουν με (Εμένα οι Τούρκοι με ξεγέλασαν και με έπιασαν
όλη την μέρα με δέρνου και με βασανίζουν) Σινασσ. -Lag. Συνών. αλντατώ, γελώ
ολήμερά με δέρνουν κι αναστάζουν με (Εμένα οι Τούρκοι με ξεγέλασαν και με έπιασαν
όλη την μέρα με δέρνου και με βασανίζουν) Σινασσ. -Lag. Συνών. αλντατώ, γελώ
β.
Πείθω
Μισθ.
:
Εκείνου μι τίποτα δε κουμbουζιόδουν
(Εκείνος δεν πειθόταν με τίποτα
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Αποπλανώ
Φάρασ.