κομιριώνα
(ουσ. ουδ.)
κομιριώνα
[komiˈrʝona]
Σίλατ.
Aπό το ουσ. κομίρι και το παραγωγ. επίθμ. -(ι)ώνας.
Αποθήκη κάρβουνου
:
Σέμην αν ντο μικρό σο κομιριώνα
(Ο μικρότερος μπήκε στην καρβουναποθήκη)
Σίλατ.
-Dawk.