ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κομιρτζής (ουσ. αρσ.) κομϋρτζ̑ής [komyrˈdʒis] Αξ. κομιρτζής [komirˈdzis] Μαλακ. κομουρτσής [komurˈtsis] Φάρασ. κομϋρτζ̑ή [komyrˈdʒis] Αξ. Πληθ. κομιρτζήδοι [komirˈdziði] Μαλακ. κομϋρτζ̑ήγες [komyrˈdʒiʝes] Αξ. κομϋρτζ̑ήε [komyrˈdʒie] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. komürcü = α) πωλητής κάρβουνου β) θερμαστής (σε πλοίο, εργοστάσιο κτλ.)
Kαρβουνιάρης ό.π.τ.