κομιρτζής
(ουσ. αρσ.)
κομϋρτζ̑ής
[komyrˈdʒis]
Αξ.
κομιρτζής
[komirˈdzis]
Μαλακ.
κομουρτσής
[komurˈtsis]
Φάρασ.
κομϋρτζ̑ή
[komyrˈdʒis]
Αξ.
Πληθ.
κομιρτζήδοι
[komirˈdziði]
Μαλακ.
κομϋρτζ̑ήγες
[komyrˈdʒiʝes]
Αξ.
κομϋρτζ̑ήε
[komyrˈdʒie]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. komürcü = α) πωλητής κάρβουνου β) θερμαστής (σε πλοίο, εργοστάσιο κτλ.)
Kαρβουνιάρης
ό.π.τ.