ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κολτσάχι (ουσ. ουδ.) γκολτσ̑άκ’ [golˈtʃak] Φλογ. Πληθ. κολτζάχ̇ια [kolˈdzaxa] Ανακ., Σίλ. qολοζάχ̇ια [qoloˈzaxa] Φλογ. Aπό το τουρκ. ουσ. kolçak = α) γάντι πανοπλίας β) γάντι φούρνου γ) προστατευτικό μανικιού δ) περιβραχιόνιο., όπου και διαλεκτ. τύπ. kolçah.
Γυναικείο προστατευτικό μανικιού, πρόσθετο επιμάνικο, ιδίως για το ψήσιμο στο ταντούρι. ό.π.τ. : Κολτζ̑άχια φορηνόσκαμι για να ζυμώσουμε (Φοράγαμε επιμάνικα για να ζυμώσουμε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6