κολτσάχι
(ουσ. ουδ.)
γκολτσ̑άκ’
[golˈtʃak]
Φλογ.
Πληθ.
κολτζάχ̇ια
[kolˈdzaxa]
Ανακ., Σίλ.
qολοζάχ̇ια
[qoloˈzaxa]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kolçak = α) γάντι πανοπλίας β) γάντι φούρνου γ) προστατευτικό μανικιού δ) περιβραχιόνιο., όπου και διαλεκτ. τύπ. kolçah.
Γυναικείο προστατευτικό μανικιού, πρόσθετο επιμάνικο, ιδίως για το ψήσιμο στο ταντούρι.
ό.π.τ.
:
Κολτζ̑άχια φορηνόσκαμι για να ζυμώσουμε
(Φοράγαμε επιμάνικα για να ζυμώσουμε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6