κόλλημα
(ουσ. ουδ.)
κόλλημα
[ˈkolima]
Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ.
κόλλ'μα
[ˈkolma]
Ανακ.
Από το αρχ. ουσ. κόλλημα = ό,τι είναι κολλημένο ή στερεωμένο με κάτι άλλο.