ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόλλημα (ουσ. ουδ.) κόλλημα [ˈkolima] Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ. κόλλ'μα [ˈkolma] Ανακ. Από το αρχ. ουσ. κόλλημα = ό,τι είναι κολλημένο ή στερεωμένο με κάτι άλλο.
Ψήσιμο του ψωμιού, το οπ. γίνεται με επικόλληση της ζύμης στα τοιχώματα του ταντουριού ό.π.τ. : Σεπεγιού ντο κόλλημα ντο τουνdούρ νίσκεται (Το ψήσιμο του ψωμιού γίνεται στο φούρνο) Ουλαγ. -Κεσ. Πβ. κάφτημα, ψήσιμο :1