κοκονός
(ουσ. αρσ.)
κοκονός
[kokoˈnos]
Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ.
κοκονό
[kokoˈno]
Δίλ., Μισθ., Τσαρικ.
κοκονιός
[kokoˈɲos]
Αραβαν., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
κοκονιό
[kokoˈɲo]
Φερτάκ.
κουκουνιός
[kukuˈɲos]
Σίλ.
κοκοϊνός
[kokoiˈnos]
Σίλ.
κουκοϊνός
[kukoiˈnos]
Σίλ.
κουκουϊνός
[kukuiˈnos]
Σίλ.
κοϊκονό
[koikoˈno]
Αξ., Ουλαγ.
κοϊκονός
[koikoˈnos]
Αξ.
κορκονός
[korkoˈnos]
Γούρδ.
κοκινιός
[kociˈɲos]
Ποτάμ., Σινασσ.
κόκινιος
[ˈkociɲos]
Σινασσ.
κικινιός
[ciciˈɲos]
Ανακ.
κ͑ικ͑ινιός
[kʰikʰiˈɲos]
Ανακ.
Πληθ.
κοκονόδια
[kokoˈnoðʝa]
Μισθ.
κοκονόζγια
[kokoˈnozʝa]
Σεμέντρ.
Ηχοποίητη λ. από την φωνή του κόκκορα (πβ. αρχ. κόκκυ = κου κου, κοκκύζω = για κόκκορα, φωνάζω) κατά το ουσ. πετεινός. Πβ και Ἡσὐχ. Κ 4795 «κώκαλον· παλαιόν r. καὶ εἶδος ἀλεκτρυόνος». Ο τύπ. κοκοϊνός με επένθ. (Κωστάκης 1968: 37).
1. Κόκκορας, πετεινός
ό.π.τ.
:
Ετό το κοϊκονό σέμασέν ντα 'ς το κουμέσ̑’
(Αυτόν τον πετεινό τον έβαλε στο κοτέτσι)
Αξ.
-Dawk.
Φωτίζει, κράζ’ ντου κοκονό
(Ξημερώνει, κράζει ο πετεινός)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
κ̇ικ̇ινιός κράζ’
(Ο πετεινός κράζει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Να μπαγι̂ρτζίσει κουκουνιός βραντύν ορτά, καλό ρεν' ναι, κόφτουμ' τα
(Να λαλήσει ο πετεινός το βράδυ δεν είναι καλό, τον σφάζουμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'ς τα γέρμα τόπους και 'ς τ' άγρια βουϊνά, όπου δεν ακούεται κοκινιού κράξιμο
(Στους έρημους τόπους και στ' άγρια βουνά, όπου δεν ακούγεται λάλημα κόκορα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
'τουν χτίνιξαν δα σπίτια, να α χέκ’νι σα τεμέλια, ντιάλεαν δου καλύτερο κοκονό
(Όταν έχτιζαν τα σπίτια, να τον βάλουν στα θεμέλια, διάλεγαν τον καλύτερο πετεινό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πρώτος κ̇ικ̇ινιός έκραξεν, δεύτερο κ̇ικ̇ινιός έκραξεν, σα τρία, σα τέσσερα φώτιζεν
(Ο πρώτος πετεινός λαλούσε, δεύτερο πετεινός λαλούσε, την τρίτη, τέταρτη φορά, ξημέρωνε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Το κράζ̑'νε πολλά κοϊκονάγε τον ντόπο, αργά φωτίζ̑'
(Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει˙ όταν εμπλέκονται πολλοί σε μιά δουλειά, το έργο καθυστερεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Λέγ' το γαϊτούρ' τον κοκινιό κεφάλα
(Λέει ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα˙ γι' αυτούς που κατηγορούν άλλους ενώ οι ίδιοι είναι χειρότεροι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Ο κόκκορας του όπλου
Δίλ.
:
Σήκω το κοκονό και ταύρα το
(Σήκωσε τον κόκκορα και πυροβόλησε)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
λεχτόρι, χορόζ