ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοκονός (ουσ. αρσ.) κοκονός [kokoˈnos] Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ. κοκονό [kokoˈno] Δίλ., Μισθ., Τσαρικ. κοκονιός [kokoˈɲos] Αραβαν., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. κοκονιό [kokoˈɲo] Φερτάκ. κουκουνιός [kukuˈɲos] Σίλ. κοκοϊνός [kokoiˈnos] Σίλ. κουκοϊνός [kukoiˈnos] Σίλ. κουκουϊνός [kukuiˈnos] Σίλ. κοϊκονό [koikoˈno] Αξ., Ουλαγ. κοϊκονός [koikoˈnos] Αξ. κορκονός [korkoˈnos] Γούρδ. κοκινιός [kociˈɲos] Ποτάμ., Σινασσ. κόκινιος [ˈkociɲos] Σινασσ. κικινιός [ciciˈɲos] Ανακ. κ͑ικ͑ινιός [kʰikʰiˈɲos] Ανακ. Πληθ. κοκονόδια [kokoˈnoðʝa] Μισθ. κοκονόζγια [kokoˈnozʝa] Σεμέντρ. Ηχοποίητη λ. από την φωνή του κόκκορα (πβ. αρχ. κόκκυ = κου κου, κοκκύζω = για κόκκορα, φωνάζω) κατά το ουσ. πετεινός. Πβ και Ἡσὐχ. Κ 4795 «κώκαλον· παλαιόν r. καὶ εἶδος ἀλεκτρυόνος». Ο τύπ. κοκοϊνός με επένθ. (Κωστάκης 1968: 37).
1. Κόκκορας, πετεινός ό.π.τ. : Ετό το κοϊκονό σέμασέν ντα 'ς το κουμέσ̑’ (Αυτόν τον πετεινό τον έβαλε στο κοτέτσι) Αξ. -Dawk. Φωτίζει, κράζ’ ντου κοκονό (Ξημερώνει, κράζει ο πετεινός) Μισθ. -Κωστ.Μ. κ̇ικ̇ινιός κράζ’ (Ο πετεινός κράζει) Ανακ. -Κωστ.Α. Να μπαγι̂ρτζίσει κουκουνιός βραντύν ορτά, καλό ρεν' ναι, κόφτουμ' τα (Να λαλήσει ο πετεινός το βράδυ δεν είναι καλό, τον σφάζουμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'ς τα γέρμα τόπους και 'ς τ' άγρια βουϊνά, όπου δεν ακούεται κοκινιού κράξιμο (Στους έρημους τόπους και στ' άγρια βουνά, όπου δεν ακούγεται λάλημα κόκορα) Σινασσ. -Αρχέλ. 'τουν χτίνιξαν δα σπίτια, να α χέκ’νι σα τεμέλια, ντιάλεαν δου καλύτερο κοκονό (Όταν έχτιζαν τα σπίτια, να τον βάλουν στα θεμέλια, διάλεγαν τον καλύτερο πετεινό) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πρώτος κ̇ικ̇ινιός έκραξεν, δεύτερο κ̇ικ̇ινιός έκραξεν, σα τρία, σα τέσσερα φώτιζεν (Ο πρώτος πετεινός λαλούσε, δεύτερο πετεινός λαλούσε, την τρίτη, τέταρτη φορά, ξημέρωνε) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Το κράζ̑'νε πολλά κοϊκονάγε τον ντόπο, αργά φωτίζ̑' (Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει˙ όταν εμπλέκονται πολλοί σε μιά δουλειά, το έργο καθυστερεί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Λέγ' το γαϊτούρ' τον κοκινιό κεφάλα (Λέει ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα˙ γι' αυτούς που κατηγορούν άλλους ενώ οι ίδιοι είναι χειρότεροι) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Ο κόκκορας του όπλου Δίλ. : Σήκω το κοκονό και ταύρα το (Σήκωσε τον κόκκορα και πυροβόλησε) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. λεχτόρι, χορόζ