κοκονάρι
(ουσ. ουδ.)
κοκονάρ'
[kokoˈnar]
Μισθ., Ποτάμ.
κοκονάι
[kokoˈnai]
Μισθ.
Πληθ.
κ̇ικ̇ινάρια
[kikiˈnarʝa]
Ανακ.
κoκινάρια
[kociˈnarʝa]
Ποτάμ.
Aπό το ουσ. κοκονός , όπου και τύπ. κ̇ικ̇ινιός, και το υποκορ. επίθμ. -άρι.
Κοκκόρι, πετεινάρι
ό.π.τ.
:
Έκραξαν τα κ̇ικ̇ινάρια
(Λάλησαν τα κοκκόρια)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Aν τα κοκονάια κράζ'νι, ν' αλλάξ' καιρός
(Αν λαλούν τα κοκκόρια, θ' αλλάξει ο καιρός)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ερόδουν δα Χριστούγεννα 'τουν σάιξαμ' τα γουρούνια, 'τουν σάιξαν δα κοκονάια
(Ερχόντουσαν τα Χριστούγεννα όταν σφάζαμε τα γουρούνια, όταν έσφαζαν τα κοκκόρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Χάραξιν ανατολή, τζιβλάτ'σαν τα πουλιά
Ντου κερβέν' πέρνασι, έκραξαν τσ̑ι τα κοκονάρια (Χάραξε η ανατολή, κελάηδησαν τα πουλιά
Το καραβάνι πέρασε, λάλησαν κα τα κοκκόρια) Μισθ. -Κωστ.Μ.
Ντου κερβέν' πέρνασι, έκραξαν τσ̑ι τα κοκονάρια (Χάραξε η ανατολή, κελάηδησαν τα πουλιά
Το καραβάνι πέρασε, λάλησαν κα τα κοκκόρια) Μισθ. -Κωστ.Μ.