ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοκονάρι (ουσ. ουδ.) κοκονάρ' [kokoˈnar] Μισθ., Ποτάμ. κοκονάι [kokoˈnai] Μισθ. Πληθ. κ̇ικ̇ινάρια [kikiˈnarʝa] Ανακ. κoκινάρια [kociˈnarʝa] Ποτάμ. Aπό το ουσ. κοκονός , όπου και τύπ. κ̇ικ̇ινιός, και το υποκορ. επίθμ. -άρι.
Κοκκόρι, πετεινάρι ό.π.τ. : Έκραξαν τα κ̇ικ̇ινάρια (Λάλησαν τα κοκκόρια) Ανακ. -Κωστ.Α. Aν τα κοκονάια κράζ'νι, ν' αλλάξ' καιρός (Αν λαλούν τα κοκκόρια, θ' αλλάξει ο καιρός) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ερόδουν δα Χριστούγεννα 'τουν σάιξαμ' τα γουρούνια, 'τουν σάιξαν δα κοκονάια (Ερχόντουσαν τα Χριστούγεννα όταν σφάζαμε τα γουρούνια, όταν έσφαζαν τα κοκκόρια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Ασμ. Χάραξιν ανατολή, τζιβλάτ'σαν τα πουλιά
Ντου κερβέν' πέρνασι, έκραξαν τσ̑ι τα κοκονάρια
(Χάραξε η ανατολή, κελάηδησαν τα πουλιά
Το καραβάνι πέρασε, λάλησαν κα τα κοκκόρια)
Μισθ. -Κωστ.Μ.