κοκονοκράξι
(ουσ. ουδ.)
κοκονοκράξ̑ι
[kokonoˈkrakʃi]
Φλογ.
κοκονακράξ'
[kokonaˈkraks]
Μαλακ.
Από το ουσ. κοκονός και το θ. κραξ- του ρ. κράζω.
Αυγή, η ώρα που λαλεί ο πετεινός
ό.π.τ.