κοκτέν
(επίρρ.)
κ͑οκτέν
[kʰoˈkten]
Τροχ.
Από το τουρκ. επίρρ. kökten = ριζικά.
Από τις ρίζες
:
Εμείς κείμεστε κ͑οκτέν Τρεχιέτ'
(Εμείς είμαστε από τις ρίζες μας Τροχιώτες)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555