ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοκλούς (επίθ.) κοκλούς [koˈklus] Φάρασ. κο̈κλΰ [køˈkly] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. köklü = ριζωμένος.
1. Αυτός που έχει πολλές ρίζες Φάρασ.
2. Ως επίρρ., σύρριζα Σίλ. : Ντϋσϋντέ τσό να τσ̑ην μποίσει, να τσ̑η σ'κώσει κο̈κλΰ οπ' ορτά γερί (Συλλογιέται τι να της κάνει, να την βγάλει σύρριζα, εντελώς από την μέση) Σίλ. -Κωστ.Σ.