ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοιτάζω (ρ.) κοιτάζου [ciˈtazu] Μισθ., Σίλ. κοιτώ [ciˈto] Μισθ. Προστ. κοίτακ’ [ˈcitak] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. κοιτάζω = βάζω στο κρεβάτι. Ο τύπ. κοιτῶ νεότ. με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άω. Η λ. πιθ. από την Κοινή ν.ε., λόγω και της απουσίας τσιτακισμού.
1. Κοιτάω, στρέφω το βλέμμα μου, παρατηρώ Μισθ., Σίλ., Φάρασ. : Κοιτάμ’, έρχεται κάτ’ ένα χαΐκ’ (κοιτάμε, έρχεται κάτω ένα καΐκι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πού ’ρτα να κοιτάξουμ’; (Προς τα πού να κοιτάξουμε; ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. θωρώ, ντρανώ
2. Έχω την πρόθεση να κάνω κάτι Μισθ. : Κοιτάζ' να σ̑άξ' τοσό δου χτήνου (Κοιτάζει να σφάξει το ζώο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Δίνω προσοχή σε κάποιον ή κάτι Μισθ. : Κοίτα λίγου (Πρόσεξε λίγο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Φροντίζω κάποιον Μισθ. : Μας κοίταζε ο προέδερος Παλιό Βάρλανdζ̑α (Μας φρόντιζε ο πρόεδρος στο Παλιό Αγιονέρι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γρεύω, θωρώ