κοιτάζω
(ρ.)
κοιτάζου
[ciˈtazu]
Μισθ., Σίλ.
κοιτώ
[ciˈto]
Μισθ.
Προστ.
κοίτακ’
[ˈcitak]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. κοιτάζω = βάζω στο κρεβάτι. Ο τύπ. κοιτῶ νεότ. με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άω. Η λ. πιθ. από την Κοινή ν.ε., λόγω και της απουσίας τσιτακισμού.
2. Έχω την πρόθεση να κάνω κάτι
Μισθ.
:
Κοιτάζ' να σ̑άξ' τοσό δου χτήνου
(Κοιτάζει να σφάξει το ζώο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Δίνω προσοχή σε κάποιον ή κάτι
Μισθ.
:
Κοίτα λίγου
(Πρόσεξε λίγο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Φροντίζω κάποιον
Μισθ.
:
Μας κοίταζε ο προέδερος Παλιό Βάρλανdζ̑α
(Μας φρόντιζε ο πρόεδρος στο Παλιό Αγιονέρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γρεύω, θωρώ