ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοιλιά (ουσ. θηλ.) κοιλία [ciˈlia] Τελμ. κοιλιά [ciˈʎa] Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. κ’λιά [kʎa] Μισθ. τσ̑οιλία [tʃiˈlia] Τσουχούρ., Φάρασ. τζ̑οιλία [dʒiˈlia] Αφσάρ., Φάρασ. τζ̑οιλιά [dʒiˈʎa] Κίσκ., Φάρασ. τσ̑ελέ [tʃe'le] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. κοιλία.
1. Κοιλιά, στομάχι ό.π.τ. : Κοιλιά μ’ πονεί (Mε πονάει η κοιλιά μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σουλαΐζ’ κοιλιά μ’ (Πονά η κοιλιά μου) Μισθ. -Κοτσαν. Είπεν ντι ο βασιλός: «παγάσετέ τα σο σπίτι, ’εμώσετε τη τζ̑οιλιάν ντου» (Τους είπε ο βασιλιάς: «Πηγαίνετέ τον στο σπίτι, γεμίστε την κοιλιά του») Φάρασ. -Dawk. Φίρι έμbηκι κόρης τσ̑ην gοιλιά, τσ̑ην gοιλιάν τζ̑ης απέσου φίρι γέν̑ν̑ησι (Το φίδι μπήκε στην κοιλιά της κόρης, στην κοιλιά της μέσα το φίδι γέννησε) Σίλ. -Dawk. Παναΐα πολύ μερακλάντισεν «Τι είναι το κοιλία μ’; Εγώ δεν είδα άντρα» (Η Παναγία πολύ ανησύχησε «Τι συμβαίνει με την η κοιλιά μου; Εγώ δεν πήγα με άντρα») Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Αν έννα γεννήσ’ κορίτσ’, η κοιλιά τ’ εν εμbρό εμbρό (Αν πρόκειται να γεννήσει κορίτσι, η κοιλιά της είναι προτεταμένη, οξυκόρυφη) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Παγαίν' κοιλιά μου (Πηγαίνει η κοιλιά μου˙ έχω διάρροια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Το περ’σσόν το μούκ’ κοιλιά ντε τ͑υρπά (η περίσσια μπουκιά κοιλιά δεν τρυπά˙ δεν κάνει κακό το να πετυχαίνεις περισσότερους στόχους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ματιού τα κοιλιές (Οι κοιλιές του ματιού˙ τα βλέφαρα) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Το περ’σσόν το μούκ’ κοιλιά ντε τ͑υρπά (Η περίσσια μπουκιά κοιλιά δεν τρυπά˙ δεν κάνει κακό το να πετυχαίνεις περισσότερους στόχους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Η τσ̑οιλία σην τζ̑οιλία, το σ̑έρι του σα σ̑έρε μου (Η κοιλιά στην κοιλιά, το χέρι του στο χέρι μου˙ Ο χερόμυλος) -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. καρδιά
β. Ειδικότ., στομάχι ζώου, που συχνά χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο Αξ., Αραβαν., Φάρασ., Φλογ. : Έβσαζανε α ’ίδι· πήγε, πήρεν ντην τζ̑οιλίαν ντου, δέβασέν ντο σο τζ̑ουφάλιν ντου (Έσφαζαν ένα γίδι· πήγε, πήρε το στομάχι του, το πέρασε στο κεφάλι του ) Φάρασ. -Dawk. Σφάξε ’να αρνίγ’ ας φάγω λίγο κιριάς και τ’ κοιλιά τ’ ας το σαρντι̂́σω στο κεφάλι μ’ μπέλκι παίρ’ τα γιαράγια μ’ (Σφάξε ένα αρνί να φάω λίγο κρέας και το στομάχι του να το τυλίξω στο κεφάλι μου μήπως μου γιατρέψει τις πληγές ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Καρδιά Φάρασ. : Θωρείνκα του Ρωμίουν τα τζάστε τζ̑αι αφτείνκεν η τζ̑οιλία μου (Έβλεπα τα βάσανα των Ρωμιών και καιγόταν η καρδιά μου) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Το σπίτι μας έν’ στενούκκο άμα η τσ̑οιλία μας ένι μέγο (Το σπίτι μας είναι στενό αλλά η καρδιά μας είναι μεγάλη˙ για τους φτωχούς αλλά φιλόξενους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.