καρδιά
(ουσ.)
καρδιά
[karˈðʝa]
Τελμ.
καρδα̈́
[karˈðæ]
Σινασσ.
καρντία
[karˈdia]
Φάρασ.
καρτία
[karˈtia]
Φάρασ.
καργιά
[kaˈrʝa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Φερτάκ., Φλογ.
καγιά
[kaˈʝa]
Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. καρδία, μεσν. καρδιά.
1. Καρδιά
ό.π.τ.
:
Κρούει καργιά μ'
(Χτυπάει η καρδιά μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Καργιά μου πονεί
(Η καρδιά μου πονά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Καργιά μ' αν το πουλί πετ-τάν'
(Η καρδιά μου σαν το πουλί πετάει˙ η καρδιά μου χτυπάει δυνατά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το καργιά μ' ον το περεστέρ' πετάν'
(Η καρδιά μου σαν το περιστέρι πετάει˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντο καργιά μ' ον ντο πεστέρ' πετάν'
(Η καρδιά μου σαν το περιστέρι πετά˙ έχω ταχυπαλμία)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τσ̑άχσα 'ς καργιά τ' μι̂́χ'
(Κάρφωσα στην καρδιά του καρφί˙ τον λύπησα κατάκαρδα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σ̑ηκώρη καργιά μ'
(Σηκώθηκε η καρδιά μου˙ τρόμαξα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κόπη καργιά μ'
(Κόπηκε η καρδιά μου˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τι τρως την καργιά σ';
(Γιατί τρως την καρδιά σου;˙ γιατί στενοχωριέσαι;)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Χέσ' το χέρι σ' 'ς καργιά σ'
(Βάλε το χέρι στην καρδιά σου˙ πράξε με απόλυτη ειλικρίνεια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Θέκ' το σ̑έρι σην γκαρδία σου
(Βάλε το χέρι στην καρδιά σου˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πσ̑άσεν ντο καργιά τ'
(Έπιασε την καρδιά του˙ δέχτηκε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έχω το ντο καργιά μ'
(Το έχω στην καρδιά μου˙ το έχω μυστικό)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Ασμ.
Εγώ 'κομbώθην κι έπια το, φαμακώθη η καρδιά μου
(Εγώ απατήθηκα και το ήπια, φαρμακώθηκε η καρδιά μου)
Τελμ.
-Lag.
β.
Στήθος
Φάρασ.
:
Ένι μαλλι-άρη η καρντία του
(Είναι μαλλιαρό το στήθος του
)
Φάρασ.
-Ανδρ.
2. Η έδρα το κέντρο των συναισθημάτων
ό.π.τ.
:
Το φσ̑άχ' ασ' καργιά ζ' να τ' αγαπήσ̑εις
(Το παιδί να το αγαπήσεις με την καρδιά σου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Καργιά ντεν έχ̑'
(Καρδιά δεν έχει˙ δεν έχει διάθεση)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Καργιά ντεν έχ'
(Καρδιά δεν έχει˙ Είναι άσπλαχνος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Καργιά ρεν έσ̑ει
(Καρδιά δεν έχει˙ το ίδιο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Χάλασεν καργιά μ'
(Χάλασε η καρδιά μου˙ δυσαρεστήθηκα)
-Μαυρ.-Κεσ.
Χαλώ το καργιά μ'
(Χαλάω την καρδιά μου˙ χολοσκάω)
Φερτάκ.
-Κρινόπ.
Καργιά μ' μαύρωσεν
(Η καρδιά μου μαύρισε˙ πικράθηκα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Καργιά μ' ντέν ντο σ̑ηκών'
(Η καρδιά μου δεν το σηκώνει˙ δεν το ανέχομαι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Καργιά μ' ντέν ντο σηκών'
(Η καρδιά μου δεν το σηκώνει˙ το ίδιο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Καργιά μ' ντέν ντο παάζ'
(Η καρδιά μου δεν το πηγαίνει˙ το ίδιο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Καργιά μ' ντέν ντο κρέει
(Η καρδιά μου δεν το θέλει˙ δεν το θέλω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Η καρντία μου 'υρέυει ντα
(Η καρδιά μου το θέλει˙ το θέλω)
Φάρασ.
-Dawk.
'γώ 'σ' εσένα πονώ καρντία
(Εγώ για σένα πονώ στην καρδιά˙ θλίβομαι για σένα, σε λυπάμαι)
Φάρασ.
-Dawk.
Ένdουνε καρντίας να
(Ήτανε καρδιάς˙ σκεφτόταν θετικά ως προς το να κάνει κάτι)
Φάρασ.
-Dawk.
Νίεται καργιά τ'
(Γίνεται η καρδιά του˙ δέχεται)
Φλογ.
-Dawk.
Ντο καργιά τ' έμη γιάβολος
(Στην καρδιά του μπήκεο διάβολος˙ πονηρεύτηκε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μο τἔν' καρτία
(Με τη μιά καρδιά˙ με μιά καρδιά, όλοι μαζί συμφωνώντας)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Παροιμ.
Τα 'φτάλμε μου σα μη ιδούνε, η καρντία τζ̑ο πιστεύει
(Τα μάτια μου αν δεν δούνε, η καρδιά δεν πιστεύει˙ δεν το πιστεύω, αν δεν το δω με τα μάτια μου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Κοιλιά
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Φλογ.
:
Πρήσ̑τεν καργιά μ'
(Πρήστηκε η κοιλιά μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τρώει, χορτάν' το καργιά τ'
(Τρώει, χορταίνει την κοιλιά του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Σην καργιά τ' αν ήτον παιδί, νισ̑κότουν σεμαδεμένο
(Αν ήταν παιδί στην κοιλιά της, γινόταν σημαδεμένο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ισάλ’ πααίν’ καργιά τ’
(Διάρροια τον πάει η κοιλιά του)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Φρ.
Παίν' γκαργιά μ'
(Πηγαίνει η κοιλιά μου˙ έχω διάρροια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πονεί καργιά μ'
(Πονά η κοιλιά μου˙ το ίδιο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πέφτω 'ς καργιά μ' απάνω
(Πέφτω στην κοιλιά μου˙ Πέφτω μπρούμυτα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έχ' νερό σην καργιά τ'
(Έχει νερό στην καρδιά του˙ πάσχει από υδρωπικία)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Ό,τσ̑ις τρώγ̑' πολύ, φουσκών' το καργιά τ'
(Όποιος τρώει πολύ φουσκώνει η κοιλιά του˙ η κατάχρηση βλάπτει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
β.
Στομάχι
Γούρδ., Μισθ.
4. Πυρήνας, κέντρο
Αξ.
:
Τ' Αγιο-Νικόλα τ' χειμοζιού καργιά 'ναι
(Η γιορτή τ' Αϊ-Νικόλα είναι στην καρδιά του χειμώνα)
Μισθ., Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.