ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρδιά (ουσ.) καρδιά [karˈðʝa] Τελμ. καρδα̈́ [karˈðæ] Σινασσ. καρντία [karˈdia] Φάρασ. καρτία [karˈtia] Φάρασ. καργιά [kaˈrʝa] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Φερτάκ., Φλογ. καγιά [kaˈʝa] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. καρδία, μεσν. καρδιά.
1. Καρδιά ό.π.τ. : Κρούει καργιά μ' (Χτυπάει η καρδιά μου) Μισθ. -Κοτσαν. Καργιά μου πονεί (Η καρδιά μου πονά) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Καργιά μ' αν το πουλί πετ-τάν' (Η καρδιά μου σαν το πουλί πετάει˙ η καρδιά μου χτυπάει δυνατά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το καργιά μ' ον το περεστέρ' πετάν' (Η καρδιά μου σαν το περιστέρι πετάει˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντο καργιά μ' ον ντο πεστέρ' πετάν' (Η καρδιά μου σαν το περιστέρι πετά˙ έχω ταχυπαλμία) Ουλαγ. -Κεσ. Τσ̑άχσα 'ς καργιά τ' μι̂́χ' (Κάρφωσα στην καρδιά του καρφί˙ τον λύπησα κατάκαρδα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σ̑ηκώρη καργιά μ' (Σηκώθηκε η καρδιά μου˙ τρόμαξα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κόπη καργιά μ' (Κόπηκε η καρδιά μου˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τι τρως την καργιά σ'; (Γιατί τρως την καρδιά σου;˙ γιατί στενοχωριέσαι;) Σίλατ. -Χωλόπ. Χέσ' το χέρι σ' 'ς καργιά σ' (Βάλε το χέρι στην καρδιά σου˙ πράξε με απόλυτη ειλικρίνεια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Θέκ' το σ̑έρι σην γκαρδία σου (Βάλε το χέρι στην καρδιά σου˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πσ̑άσεν ντο καργιά τ' (Έπιασε την καρδιά του˙ δέχτηκε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έχω το ντο καργιά μ' (Το έχω στην καρδιά μου˙ το έχω μυστικό) Ουλαγ. -Κεσ. || Ασμ. Εγώ 'κομbώθην κι έπια το, φαμακώθη η καρδιά μου (Εγώ απατήθηκα και το ήπια, φαρμακώθηκε η καρδιά μου) Τελμ. -Lag.
β. Στήθος Φάρασ. : Ένι μαλλι-άρη η καρντία του (Είναι μαλλιαρό το στήθος του ) Φάρασ. -Ανδρ.
2. Η έδρα το κέντρο των συναισθημάτων ό.π.τ. : Το φσ̑άχ' ασ' καργιά ζ' να τ' αγαπήσ̑εις (Το παιδί να το αγαπήσεις με την καρδιά σου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Καργιά ντεν έχ̑' (Καρδιά δεν έχει˙ δεν έχει διάθεση) Ουλαγ. -Κεσ. Καργιά ντεν έχ' (Καρδιά δεν έχει˙ Είναι άσπλαχνος) Μισθ. -Κοτσαν. Καργιά ρεν έσ̑ει (Καρδιά δεν έχει˙ το ίδιο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Χάλασεν καργιά μ' (Χάλασε η καρδιά μου˙ δυσαρεστήθηκα) -Μαυρ.-Κεσ. Χαλώ το καργιά μ' (Χαλάω την καρδιά μου˙ χολοσκάω) Φερτάκ. -Κρινόπ. Καργιά μ' μαύρωσεν (Η καρδιά μου μαύρισε˙ πικράθηκα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Καργιά μ' ντέν ντο σ̑ηκών' (Η καρδιά μου δεν το σηκώνει˙ δεν το ανέχομαι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Καργιά μ' ντέν ντο σηκών' (Η καρδιά μου δεν το σηκώνει˙ το ίδιο) Ουλαγ. -Κεσ. Καργιά μ' ντέν ντο παάζ' (Η καρδιά μου δεν το πηγαίνει˙ το ίδιο) Ουλαγ. -Κεσ. Καργιά μ' ντέν ντο κρέει (Η καρδιά μου δεν το θέλει˙ δεν το θέλω) Ουλαγ. -Κεσ. Η καρντία μου 'υρέυει ντα (Η καρδιά μου το θέλει˙ το θέλω) Φάρασ. -Dawk. 'γώ 'σ' εσένα πονώ καρντία (Εγώ για σένα πονώ στην καρδιά˙ θλίβομαι για σένα, σε λυπάμαι) Φάρασ. -Dawk. Ένdουνε καρντίας να (Ήτανε καρδιάς˙ σκεφτόταν θετικά ως προς το να κάνει κάτι) Φάρασ. -Dawk. Νίεται καργιά τ' (Γίνεται η καρδιά του˙ δέχεται) Φλογ. -Dawk. Ντο καργιά τ' έμη γιάβολος (Στην καρδιά του μπήκεο διάβολος˙ πονηρεύτηκε) Ουλαγ. -Κεσ. Μο τἔν' καρτία (Με τη μιά καρδιά˙ με μιά καρδιά, όλοι μαζί συμφωνώντας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. Τα 'φτάλμε μου σα μη ιδούνε, η καρντία τζ̑ο πιστεύει (Τα μάτια μου αν δεν δούνε, η καρδιά δεν πιστεύει˙ δεν το πιστεύω, αν δεν το δω με τα μάτια μου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Κοιλιά Ανακ., Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Φλογ. : Πρήσ̑τεν καργιά μ' (Πρήστηκε η κοιλιά μου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τρώει, χορτάν' το καργιά τ' (Τρώει, χορταίνει την κοιλιά του) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Σην καργιά τ' αν ήτον παιδί, νισ̑κότουν σεμαδεμένο (Αν ήταν παιδί στην κοιλιά της, γινόταν σημαδεμένο) Ανακ. -Κωστ.Α. Ισάλ’ πααίν’ καργιά τ’ (Διάρροια τον πάει η κοιλιά του) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. Παίν' γκαργιά μ' (Πηγαίνει η κοιλιά μου˙ έχω διάρροια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πονεί καργιά μ' (Πονά η κοιλιά μου˙ το ίδιο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πέφτω 'ς καργιά μ' απάνω (Πέφτω στην κοιλιά μου˙ Πέφτω μπρούμυτα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έχ' νερό σην καργιά τ' (Έχει νερό στην καρδιά του˙ πάσχει από υδρωπικία) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Ό,τσ̑ις τρώγ̑' πολύ, φουσκών' το καργιά τ' (Όποιος τρώει πολύ φουσκώνει η κοιλιά του˙ η κατάχρηση βλάπτει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
β. Στομάχι Γούρδ., Μισθ.
4. Πυρήνας, κέντρο Αξ. : Τ' Αγιο-Νικόλα τ' χειμοζιού καργιά 'ναι (Η γιορτή τ' Αϊ-Νικόλα είναι στην καρδιά του χειμώνα) Μισθ., Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.