ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρβαλί (ουσ. ουδ.) καρβαλί [karvaˈli] Μισθ. Από το τοπων. Καρβάλη-Γκέλβερι, πόλη γνωστή για τα αγγεία της.
Είδος στάμνας παρασκευαζόμενης στο Γκέλβερι : Ας πάρομ’ ένα καρβαλί, ένα παγωμένο λερό ας πιούμε (Ας πάρουμε μιά στάμνα, ας πιούμε ένα παγωμένο νερό) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242 Τα καρβαλιά πιάνισ̑καν του λερό κρύο (Τα καρβαλιά έκαναν το νερό κρύο) Μισθ. -Κωστ.Μ.