καρβαλί
(ουσ. ουδ.)
καρβαλί
[karvaˈli]
Μισθ.
Από το τοπων. Καρβάλη-Γκέλβερι, πόλη γνωστή για τα αγγεία της.
Είδος στάμνας παρασκευαζόμενης στο Γκέλβερι
:
Ας πάρομ’ ένα καρβαλί, ένα παγωμένο λερό ας πιούμε
(Ας πάρουμε μιά στάμνα, ας πιούμε ένα παγωμένο νερό)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
Τα καρβαλιά πιάνισ̑καν του λερό κρύο
(Τα καρβαλιά έκαναν το νερό κρύο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.