καρβωνίζω
(ρ.)
καρβωνίζουμαι
[karvoˈnizume]
Φλογ.
Μεσν. ρ. καρβωνίζω.
Μεσοπαθ., καρβουνίζομαι, γίνομαι κάρβουνο
:
|| Φρ.
Κόσμος κάεν καρβωνίστεν και σ̑ήρα Μαρία βλογίστεν
(Ο κόσμος κάηκε καρβουνίστηκε και η χήρα Μαρία στεφανώθηκε˙ γι' αυτούς που δεν έχχουν συναίσθηση της κρισιμότητας μιας κατάστασης)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361