ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρβωνίζω (ρ.) καρβωνίζουμαι [karvoˈnizume] Φλογ. Μεσν. ρ. καρβωνίζω.
Μεσοπαθ., καρβουνίζομαι, γίνομαι κάρβουνο : || Φρ. Κόσμος κάεν καρβωνίστεν και σ̑ήρα Μαρία βλογίστεν (Ο κόσμος κάηκε καρβουνίστηκε και η χήρα Μαρία στεφανώθηκε˙ γι' αυτούς που δεν έχχουν συναίσθηση της κρισιμότητας μιας κατάστασης) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361