ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καραμέτι (ουσ. ουδ.) γαρεμέτ͑ι [ɣareˈmetʰi] Φάρασ. γαρα̈μα̈́τ͑ι [ɣaræˈmætʰi] Αφσάρ. γκαρεμέτ' [gareˈmet] Φλογ. Από το διαλεκτ. τουρκ. ουσ. karamet = εκβιασμός, συκοφαντία, όπου και τύπ. karamat (THADS, λ. karamet). Η λ. και Θράκ. Λέσβ.
Συκοφαντία, κακολογία ό.π.τ. Συνών. γαϊπέτι, γόβι
Τροποποιήθηκε: 03/04/2025