καραμέτι
(ουσ. ουδ.)
γαρεμέτ͑ι
[ɣareˈmetʰi]
Φάρασ.
γαρα̈μα̈́τ͑ι
[ɣaræˈmætʰi]
Αφσάρ.
γκαρεμέτ'
[gareˈmet]
Φλογ.
Από το διαλεκτ. τουρκ. ουσ. karamet = εκβιασμός, συκοφαντία, όπου και τύπ. karamat (THADS, λ. karamet). Η λ. και Θράκ. Λέσβ.