καραβίνα
(ουσ. θηλ.)
καραβίνα
[karaˈvina]
Γούρδ.
Από το μεταγν. καραβίς, αιτ. -ίδα, με -ίνα αναλογ. προς άλλα θηλ. ουσ. σε -ίνα.
1. Καραβίδα
Συνών.
γκερεβίτι
2. Καβούρι