καρακόλι
(ουσ. ουδ.)
καρακόλι
[karaˈkoli]
Τσουχούρ., Φκόσ.
καρακόλ'
[karaˈkol]
Τσουχούρ.
γαραγόλι
[ɣaraˈɣoli]
Σινασσ., Φάρασ.
γαραόλι
[ɣaraˈoli]
Φάρασ.
γαραγόλ'
[ɣaraˈɣol]
Μισθ.
καραόλ'
[karaˈol]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. karakol/karakul = α) αστυνομικός σταθμός β) στρατιωτικό φυλάκιο γ) περίπολος, όπου και παλ. τύπ. karağul (Tietze 2018: karaġul/karavul/karakol).
Αστυνομικός σταθμός
ό.π.τ.
:
Πάππου, πήραν τα βόια μας κλέφτ', σ̑ούκου να πάμ' σο γαραγόλ'
(Παππού, τα βόδια μας τα πήραν κλέφτες, σήκω να πάμε στον αστυνομικό σταθμό)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Πήγεν σο καραόλ’, δώκεν χαπάρ’
(Πήγε στην αστυνομία, ειδοποίησε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812