ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρακώνω (ρ.) καρακώνω [karaˈkono] Ανακ., Αφσάρ., Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ. φαρακώνω [faraˈkono] Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. Αόρ. καράκωσα [kaˈrakosa] Φάρασ. κοράκωσα [koˈrakosa] Σινασσ. φαράκουσα [faˈrakusa] Μαλακ. Προστ. Εν. καράgω [kaˈrago] Φάρασ. φαράκω [faˈrako] Σινασσ. Πληθ. καρακώσετε [karaˈkosete] Φάρασ. Παθ. Αόρ. καρακώθα [karaˈkoθa] Φάρασ. Μτχ. καρακωμένο [karakoˈmeno] Ανακ. Από το μεταγν. ρ. κορακῶ = κλείνω, φράζω, με υποχωρητ. αφομ. [o-a > a-a]. Η λ. και Πόντ. Για τον τύπ. φαρακώνω βλ. Dawkins (1921: 58). Πβ. κοράκι
1. Κλείνω κάτι ερμητικά, φράζω ό.π.τ. : Καράκωσε ντα θύρε (Έκλεισε τις πόρτες) Φάρασ. -Dawk. Φαράκωσεν το στόμα τ' μ' ένα μαλακό φαράκα (Του έκλεισε το στόμα με ένα μαλακό φίμωτρο, ενν. του σκύλου) Σινασσ. -Τακαδόπ. Τζ̑ό καράκουσις το στάβκου, έβκαν τα χαϊβάνα, έφααν τον τραχανά (Δεν έκλεισες το στάβλο, βγήκαν τα γελάδια, έφαγαν τον τραχανά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Σφάλ'σεν το παράθυρο, κοράκωσέν το κι αποπέσω (Έκλεισε το παράθυρο, και το μαντάλωσε και από μέσα) Σινασσ. -Αρχέλ. || Φρ. Μη καρακώνεις το θύρι μου (Μην κλείνεις την πόρτα μου˙ μη μου κλείνεις το σπίτι, μη με καταστρέφεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Καρακώθην το σπίτι του (Έκλεισε το σπίτι του˙ έπαθε μεγάλη συμφορά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Καράκωσες το στόμα σου (Σφάλιξες το στόμα σου˙ δεν βγάζεις μιλιά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Φαράκω το! (Βούλωσ' το!˙ αγενής προτροπή για σιωπή) Σινασσ. -Βλασ. Συνών. αρμώνω :1
2. Καλύπτω, σκεπάζω Σινασσ. : Ου ανάθεμά την, το Τούρκο το τσάρ' και το γιασμάχ'· εγώ μισίδια δεν τα φαρακώνω (Ού ανάθεμά της, την τούρκικη καλύπτρα και το γιασμάκι· εγώ το πρόσωπό μου δεν το καλύπτω) Σινασσ. -Τακαδόπ.