ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουπώνω (ρ.) κουπώνω [kuˈpono] Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Μαλακ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. κουπώνου [kuˈponu] Τσουχούρ., Φάρασ. Αόρ. κούπωσα [ˈkuposa] Τελμ., Φάρασ. Παθ. κουπιέμαι [kuˈpçeme] Φάρασ. Αόρ. κουπώθα [kuˈpoθa] Ανακ., Σινασσ., Τσουχούρ. Από το μεταγν. ρ. κυπόω-ῶ = ανατρέπω. Πβ. και νεότ. επίθ. κουπός = αναποδογυρισμένος.
1. Αναποδογυρίζω Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. : Το τσ̑ικί πλύνε και κούπω το (Το αγγείο πλύνε και αναποδογύρισέ το) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντα φσ̑άχα κουπών'νι ντου χοντσ̑ά (Τα παιδιά αναποδογυρίζουν το τραπέζι) Μισθ. -Φατ. Συνών. γυρίζω, μετεγυρίζω, ντεβιρντίζω, κλώθω
2. Χύνω Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ. : Κουπώνει ντα ανdί πεγάιδι η βρεσ̑ή (Η βροχή χυνόταν σαν από βρύση) Φάρασ. -Dawk. Κλαίει, κουπώνει, αμμά φαϊdά ρε φτσ̑άνει (Κλαίει, χύνει (ενν. δάκρυα), αλλά δεν βρίσκει όφελος) Σίλ. -Dawk. Κούπω λίγο ’λάρ’ σο κανdήλ’ (Χύσε λίγο λάδι στο καντήλι) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 637 Κούπουσιν το γα (΄Έχυσε το γάλα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Κουπώθη τομόν τόιμα (Χύθηκε το αίμα μου) Φάρασ. -Lag. Κουπώθαν επεΐ κόλλυβα 'στ'η (Χύθηκαν κάμποσα κόλλυβα καταγής) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Κουπώνου νερό (Χύνω νερό˙ Κατουράω) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Κουπώνω το λερό μ' (Χύνω το νερό μου˙ Κατουράω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Του στσ̑υλού το βράδιν άτσονdου 'άν’dα κουπώσ' σο γαλέπ', πάλ' 'α 'υριστεί πανουφόρου (Του σκύλου την ουρά, όσο και να την χύσεις στο καλούπι, πάλι θα γυρίσει προς τα πάνω˙ για τους αδιόρθωτους χαρακτήρες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Ρώτ'σα ένα, κουπώθανε οι δάκρες,
ρώτ'λλ' ένα ήσαν βαρέ τα τάρτε
(Ρώτησα έναν, χύθηκαν τα δάκρυα,
ρώτησα άλλον ένα, ήταν βαριά τα ντέρτια)
Φάρασ. -Λαμπρ.
Συνών. αχτίζω, αχτιρτίζω, ευκαιρώνω, κονώνω
3. Σκεπάζω Σίλ. Συνών. αρμώνω, σκεπάζω, τσουλιάζω :1
4. Παθ., πέφτω Ανακ. : Έστραψεν και κουπώθα κάτω ασ’ σο φόβο μ’ (Άστραψε και έπεσα κάτω από τον φόβο μου) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. αποδιαβαίνω, πέφτω
β. Κατ' ευφημ., πεθαίνω Σινασσ. : Μικρή μικρή σ̑ήρεψε, παρούμ να πάντρευε τον γιο της κι ύστερα να κουπώθην (Χήρεψε πολύ μικρή, τουλάχιστον ας πάντρευε τον γιο της κι ύστερα ας πέθαινε ) Σινασσ. -Λεύκωμα