κουπώνω
(ρ.)
κουπώνω
[kuˈpono]
Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Μαλακ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
κουπώνου
[kuˈponu]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Αόρ.
κούπωσα
[ˈkuposa]
Τελμ., Φάρασ.
Παθ.
κουπιέμαι
[kuˈpçeme]
Φάρασ.
Αόρ.
κουπώθα
[kuˈpoθa]
Ανακ., Σινασσ., Τσουχούρ.
Από το μεταγν. ρ. κυπόω-ῶ = ανατρέπω. Πβ. και νεότ. επίθ. κουπός = αναποδογυρισμένος.
1. Αναποδογυρίζω
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
:
Το τσ̑ικί πλύνε και κούπω το
(Το αγγείο πλύνε και αναποδογύρισέ το)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντα φσ̑άχα κουπών'νι ντου χοντσ̑ά
(Τα παιδιά αναποδογυρίζουν το τραπέζι)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
γυρίζω, μετεγυρίζω, ντεβιρντίζω, κλώθω
2. Χύνω
Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Κουπώνει ντα ανdί πεγάιδι η βρεσ̑ή
(Η βροχή χυνόταν σαν από βρύση)
Φάρασ.
-Dawk.
Κλαίει, κουπώνει, αμμά φαϊdά ρε φτσ̑άνει
(Κλαίει, χύνει (ενν. δάκρυα), αλλά δεν βρίσκει όφελος)
Σίλ.
-Dawk.
Κούπω λίγο ’λάρ’ σο κανdήλ’
(Χύσε λίγο λάδι στο καντήλι)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 637
Κούπουσιν το γα
(΄Έχυσε το γάλα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Κουπώθη τομόν τόιμα
(Χύθηκε το αίμα μου)
Φάρασ.
-Lag.
Κουπώθαν επεΐ κόλλυβα 'στ'η
(Χύθηκαν κάμποσα κόλλυβα καταγής)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Κουπώνου νερό
(Χύνω νερό˙ Κατουράω)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Κουπώνω το λερό μ'
(Χύνω το νερό μου˙ Κατουράω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Του στσ̑υλού το βράδιν άτσονdου 'άν’dα κουπώσ' σο γαλέπ', πάλ' 'α 'υριστεί πανουφόρου
(Του σκύλου την ουρά, όσο και να την χύσεις στο καλούπι, πάλι θα γυρίσει προς τα πάνω˙ για τους αδιόρθωτους χαρακτήρες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ρώτ'σα ένα, κουπώθανε οι δάκρες,
ρώτ'λλ' ένα ήσαν βαρέ τα τάρτε (Ρώτησα έναν, χύθηκαν τα δάκρυα,
ρώτησα άλλον ένα, ήταν βαριά τα ντέρτια) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. αχτίζω, αχτιρτίζω, ευκαιρώνω, κονώνω
ρώτ'λλ' ένα ήσαν βαρέ τα τάρτε (Ρώτησα έναν, χύθηκαν τα δάκρυα,
ρώτησα άλλον ένα, ήταν βαριά τα ντέρτια) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. αχτίζω, αχτιρτίζω, ευκαιρώνω, κονώνω
4. Παθ., πέφτω
Ανακ.
:
Έστραψεν και κουπώθα κάτω ασ’ σο φόβο μ’
(Άστραψε και έπεσα κάτω από τον φόβο μου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
αποδιαβαίνω, πέφτω
β.
Κατ' ευφημ., πεθαίνω
Σινασσ.
:
Μικρή μικρή σ̑ήρεψε, παρούμ να πάντρευε τον γιο της κι ύστερα να κουπώθην
(Χήρεψε πολύ μικρή, τουλάχιστον ας πάντρευε τον γιο της κι ύστερα ας πέθαινε
)
Σινασσ.
-Λεύκωμα