ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουράς (ουσ. αρσ.) κουράς [kuˈras] Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ. κορά [koˈra] Φάρασ. Πληθ. κουράδε [kuˈraðe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. küre (< αραβ. kūra(t)) = α) καμίνι β) διαλεκτ., λατομείο, σιδηρουργείο, όπου και διαλεκτ. τύπ. kuraş.
1. Σιδηρουργείο, χυτήριο Φάρασ. : Α φορά 'φοτές ήτουνε σον κουρά, ήρτε α φσ̑όκκο (Μια φορά που ήταν στο σιδηρουργείο, ήρθε ένα παιδί) Φάρασ. -Dawk. Είχαμε κουράδε πένdε- έξι σον χωρίον μέσου. Καμνένκαμε σον κουρά· φταίνκαν πελέτσ̌ε, κωδώνε, υνία του 'αμναίνουν, ξινάρε (Eίχαμε πέντ' έξι σιδεράδικα μέσα στο χωριό. Δουλεύαμε στο χυτήριο· φτιάχναμε τσεκούρια, κουδούνια, υνιά που οργώνουν, αξινάρια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Του κουρά ο μάστρος (Του σιδηρουργείου ο μάστορας˙ o σιδεράς) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
2. Καμίνι, φούρνος τήξεως μετάλλου Φάρασ., Φκόσ. : Σον κορά λύνκαμε τα χισίρε (Στο καμίνι λιώναμε τα ορυκτά σιδήρου) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
β. Τζάκι Φκόσ.
3. Μεταλλωρυχείο, κοίτασμα μετάλλου Αφσάρ., Φάρασ.