ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρέκι (ουσ. ουδ.) κϋρέκ' [cyˈrek] Ουλαγ. κϋρέι [cyˈrei] Σίλ. κιουρέγι [cuˈreʝi] Σίλ. κόρεγι [ˈkoreʝi] Σινασσ. κουράκι [kuˈraci] Φάρασ. κιουραβού [curaˈvu] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kürek = φτυάρι. H σημ. 2 από την τουρκ. φρ. kürek kemiği = ωμοπλάτη με παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσ. O τύπ. κιουραβού από τον τουρκ. κτητ. τύπ. küreği.
1. Φτυάρι Ουλαγ., Σίλ. : Άπαρ' ρα τ' κϋρέι κι σκάμα κάτου χαζ'νά (Πάρε αυτό το ξύλινο φτυάρι και πήγαινε κάτω στο χρηματοκιβώτιο) Σίλ. -Dawk. Παίρουσ̑ι μι τ' κιουρέγι χώμα (Παίρνουν χώμα με το φτυάρι) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ. || Φρ. Ατές κόρεγι (Φωτιάς φτυάρι˙ από την τουρκ. φρ. <em>ateş küreği</em>) Σινασσ. -Βλασ. Συνών. φτυάρι
β. Mεγάλο πλατύ ξύλινο εργαλείο με το οποίο φτυάριζαν τα κόπρανα των ζώων Μισθ.
2. Πλατύ επίπεδο οστό Φάρασ.