κουρέκι
(ουσ. ουδ.)
κϋρέκ'
[cyˈrek]
Ουλαγ.
κϋρέι
[cyˈrei]
Σίλ.
κιουρέγι
[cuˈreʝi]
Σίλ.
κόρεγι
[ˈkoreʝi]
Σινασσ.
κουράκι
[kuˈraci]
Φάρασ.
κιουραβού
[curaˈvu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kürek = φτυάρι. H σημ. 2 από την τουρκ. φρ. kürek kemiği = ωμοπλάτη με παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσ. O τύπ. κιουραβού από τον τουρκ. κτητ. τύπ. küreği.
1. Φτυάρι
Ουλαγ., Σίλ.
:
Άπαρ' ρα τ' κϋρέι κι σκάμα κάτου χαζ'νά
(Πάρε αυτό το ξύλινο φτυάρι και πήγαινε κάτω στο χρηματοκιβώτιο)
Σίλ.
-Dawk.
Παίρουσ̑ι μι τ' κιουρέγι χώμα
(Παίρνουν χώμα με το φτυάρι)
Σίλ.
-Ταλιανίδ.Ερωτημ.
|| Φρ.
Ατές κόρεγι
(Φωτιάς φτυάρι˙ από την τουρκ. φρ. <em>ateş küreği</em>)
Σινασσ.
-Βλασ.
Συνών.
φτυάρι
β.
Mεγάλο πλατύ ξύλινο εργαλείο με το οποίο φτυάριζαν τα κόπρανα των ζώων
Μισθ.
2. Πλατύ επίπεδο οστό
Φάρασ.