ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούρες (ουσ. θηλ.,πληθ.) κ͑ούρες [ˈkʰures] Αξ., Φλογ. κούρις [ˈkuris] Μισθ., Τσαρικ. Από το ρ. κουρεύω υποχωρητ. (κουρεύω - κούρα κατά τα ανασαίνω-ανάσα, γνωρίζω-γνώρα), πβ. και αρχ. ουσ. κουρά = κουρεμένο μαλλί προβάτου, προβιά.
1. Κουρεμένα μαλλιά προβάτων Μισθ., Τσαρικ. : Τα κούρες δέ 'νται καλά μαλλιά (Τα κοντοκουρεμμένα μαλλιά προβάτου δεν είναι καλά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Πετ-τώ κ͑ούρες (Πετώ κουρεμένα μαλλιά˙ ξαίνω μαλλί με την <em>δοξάρα</em>) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να σ̑έρουμ' τα κούρις (Να ρίξουμε τα μαλλιά˙ να ξάνουμε κετσέδες) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Κατασκευή κετσέδων Μισθ. : Πάω σα κούρις (Πηγαίνω να δουλέψω στην κατασκευή κετσέδων) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντα σερνιτσία σ’ παίριξαν ντου ντεξάρα, παίνιξαν σα κούρις, σ̑άνιξαν γιοργάνια (Οι άνδρες έπαιρναν την δοξάρα και ξεκινούσαν να πάνε για λανάρισμα των μαλλιών και να φτιάξουν παπλώματα) Μισθ. -Κοτσαν. || Ασμ. Ζορμόντσις 'τσα, 'τουν παίνιξαμ' τσ̑ι 'ντάμα σα κούρις
Ογώ ένα σ̑' ντε σ̑ι ποίκα τσ̑ι σ̑υ γάψις σις ζούρις
(Ξέχασες εκεί, όταν πηγαίναμε μαζί στους κετσέδες
Εγώ τίποτα δεν σου έκανα κι εσύ άρπαξες τις πέτρες)
Μισθ. -Κωστ.Μ.