ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούρβα (ουσ. θηλ.) κούρβα [ˈkurva] Ανακ., Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ. Ουδ. κούρφα [ˈkurfa] Αραβαν. Από το μεσν. ουσ. κούρβα = πόρνη (< λατιν. curva ή παλαιότ. σλαβ. kourăva, βλ. Meyer 1894: 36).
Πόρνη, πρόστυχη γυναίκα ό.π.τ. : Το κορίτσ̑ι σ’ πήρε το κιοτού το στράτα, έν'νε κούρφα (Το κορίτσι σου πήρε τον κακό δρόμο, έγινε πόρνη) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 638 || Παροιμ. Δεχούς παπάς χωρίος βρίσκεται, δεχούς κούρβα χωρίος τζ̑ο 'ίνεται (Χωρίς παπά χωριό βρίσκεται, χωρίς πόρνη χωριό δεν γίνεται˙ οι άνθρωποι διαχρονικώς προτιμούν την ικανοποίηση των σαρκικών τους επιθυμιών έναντι των πνευματικών) Φάρασ. -Παπαδ. Μο τη γκούρβα το 'νενgώθει, 'ίνεται κούρβα (Με την πόρνη όποια γυρνάει, γίνεται πόρνη˙ οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Κι εγώ για την καλάνα μου την κεφαλήν μου θέκνω
«Γιαννάκη μ', με το νου σ' εσύ, Γιαννάκη μ' μετανιώνεις,
Κούρβας κόρ' είναι και βρίσκεται, κι άλλο κεφάλ' δε βρίσκεις»
(Κι εγώ για την καλή μου θυσιάζω το κεφάλι μου
«Γιαννάκη μου, άλλαξε γνώμη, Γιαννάκη μου, μετανόησε
κόρη πουτάνας είναι και μπορείς να βρεις κι άλλη, ενώ άλλο κεφάλι δεν βρίσκεις»)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Σο τσ̑ουβάλι τον έβαλε και στο μύλο την πέγασε
Άλεσε μύλο μ' άλεσε του κούρβας τα καμούκια
(Στο τσουβάλι την έβαλε και στο μύλο την πήγε
Άλεσε μύλε μου άλεσε της πουτάνας τα κόκκαλα)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ322
Συνών. καχμπέσα, οροσπού, πουτάνα, σκρόφα :2