ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρεύω (ρ.) κ͑ουρεύω [kʰuˈrevo] Αξ., Γούρδ. κουρεύου [kuˈrevu] Μισθ. Παρατατ. κούρευκα [ˈkurefka] Φάρασ. κουρεύιξα [kuˈreviksa] Κίσκ. Αόρ. κούριψα [ˈkuripsa] Μισθ. κίρεψα [ˈcirepsa] Τροχ. Από το μεσν. ρ. κουρεύω, το οπ. από το μεταγν. ρ. κουρεύομαι = κόβω τα μαλλιά για να γίνω μοναχός.
1. Κουρεύω (κυρίως για αιγοπρόβατα) ό.π.τ. : 'ν άνοιξ' κουρεύιξαμ' ντα πρόγαδα μι τ' ψαλία (Την άνοιξη κουρεύαμε τα πρόβατα με την ψαλίδα) Μισθ. -Κοτσαν. Κούριψαν δα γιορόνια, είχαν φτείρια (Κούρεψαν τους γέρους, είχαν ψείρες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κίρεψαμ' τα πρόβατα, τι να τα ποίκω τα μαλλιά; (Κουρέψαμε τα πρόβατα, τι να τα κάνω τα μαλλιά;) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. γιρπτιέω :2
2. Χαϊδεύω τα μαλλιά συμπαίκτη μου, όταν τον βρίσκω στο παιχνίδι κρυφτό Αξ. Πβ. καλέ