κουρεύω
(ρ.)
κ͑ουρεύω
[kʰuˈrevo]
Αξ., Γούρδ.
κουρεύου
[kuˈrevu]
Μισθ.
Παρατατ.
κούρευκα
[ˈkurefka]
Φάρασ.
κουρεύιξα
[kuˈreviksa]
Κίσκ.
Αόρ.
κούριψα
[ˈkuripsa]
Μισθ.
κίρεψα
[ˈcirepsa]
Τροχ.
Από το μεσν. ρ. κουρεύω, το οπ. από το μεταγν. ρ. κουρεύομαι = κόβω τα μαλλιά για να γίνω μοναχός.
1. Κουρεύω (κυρίως για αιγοπρόβατα)
ό.π.τ.
:
'ν άνοιξ' κουρεύιξαμ' ντα πρόγαδα μι τ' ψαλία
(Την άνοιξη κουρεύαμε τα πρόβατα με την ψαλίδα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κούριψαν δα γιορόνια, είχαν φτείρια
(Κούρεψαν τους γέρους, είχαν ψείρες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κίρεψαμ' τα πρόβατα, τι να τα ποίκω τα μαλλιά;
(Κουρέψαμε τα πρόβατα, τι να τα κάνω τα μαλλιά;)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
γιρπτιέω :2