καλέ
(ουσ. ουδ.)
καλέ
[kaˈle]
Αξ., Φλογ.
γκαλέ
[gaˈle]
Ουλαγ.
κ͑αλέ
[kʰaˈle]
Μισθ.
γαλέ
[ɣaˈle]
Αραβαν., Τροχ.
Αρσ.
καλάς
[kaˈlas]
Φάρασ.
γαλάς
[ɣaˈlas]
Αφσάρ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το τουρκ. ουσ. kale = κάστρο, πύργος. Πβ. μεσν. ουσ. κουλά (< τουρκ. kule).
1. Πύργος, κάστρο
ό.π.τ.
:
Τα τσ̑ουβάλια τ'νε ποίκαν ντα κ͑αλέ
(Με τα κεφάλια τους (=των σκοτωμένων στρατιωτών) έφτιαξαν ένα κάστρο)
Μισθ.
-Dawk.
Ση στράτα φοτές ’υριζούτουν ήρτεν 'ς ενάβου γαλάς ιράστα
(Καθώς γύριζε στον δρόμο, ήρθε μπροστά σ' ένα άλλο κάστρο)
Σατ.
-Παπαδ.
Τσ̑ινί το καλέ ήτον· ένα καλέ ήτον, σο Κετ͑ίρι, κάστρο παλιό ήτον
(Το Τσινί ήταν το κάστρο· ένα φρούριο παλιό ήταν, στο Κετίρι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Οι Χριστενοί 'υρεύουν να με παγάσουν σα Τύανα, τζ̑απ' έσ̑ει καό γαλάς
(Οι Χριστιανοί θέλουν να με πάνε στα Τύανα, όπου έχει καλό κάστρο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Kαρσ̑ούς το είν’ το καλέ, θωρείς το μι;
(To κάστρο που είναι απέναντι το βλέπεις;)
Φλογ.
-Pernot.Gall.
|| Παροιμ.
Ο καλάς παιρνίσκεται ’ποπίσω
(Το κάστρο από το πίσω μέρος κυριεύεται˙ συχνά για να επιτύχει ένα εγχείρημα χρειάζεται δόλος ή προδοσία)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Συνών.
κάστρο