καλεστής
(ουσ. αρσ.)
καλεστής
[kaleˈstis]
Ανακ., Σινασσ.
καλεστσ̑ής
[kalesˈtʃis]
Αραβαν.
καλετσής
[kaleˈtsis]
Σίλατ., Φερτάκ.
Πληθ.
καλετσήδοι
[kaleˈtsiði]
Μαλακ.
Νεότ. ουσ. καλεστής (η λ. στο Λεξ. Βλάχ.).
Καλεστής, αυτός που προσκαλεί στον γάμο
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Έστειλα τρει γκαι 'να γκερί
Καλετσήδοι μικρά ήσανε
(Έστειλα τρεις κι ένα κερίΟι καλεστές ήταν μικροί) Μαλακ. -ΚΜΣ-ΚΠ177
Καλετσήδοι μικρά ήσανε
(Έστειλα τρεις κι ένα κερίΟι καλεστές ήταν μικροί) Μαλακ. -ΚΜΣ-ΚΠ177