ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλεστής (ουσ. αρσ.) καλεστής [kaleˈstis] Ανακ., Σινασσ. καλεστσ̑ής [kalesˈtʃis] Αραβαν. καλετσής [kaleˈtsis] Σίλατ., Φερτάκ. Πληθ. καλετσήδοι [kaleˈtsiði] Μαλακ. Νεότ. ουσ. καλεστής (η λ. στο Λεξ. Βλάχ.).
Καλεστής, αυτός που προσκαλεί στον γάμο ό.π.τ. : || Ασμ. Έστειλα τρει γκαι 'να γκερί
Καλετσήδοι μικρά ήσανε
(Έστειλα τρεις κι ένα κερίΟι καλεστές ήταν μικροί) Μαλακ. -ΚΜΣ-ΚΠ177